Ως τελειομανία ορίζεται η ορμή του να φαίνεται, να αισθάνεται αλλά και να είναι κάποιος τέλειος. Έχουμε συνδυάσει αυτή τη λέξη κυρίως με θετικά χαρακτηριστικά, ωστόσο δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται. Αν ανήκετε σε αυτούς που στην ερώτηση του υποψήφιου εργοδότη σας: “Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερό σας ελάττωμα;” απαντάτε με κρυφό καμάρι: “Είμαι τελειομανής”, ίσως πρέπει να το ξανασκεφτείτε. Οι τελειομανείς σύμφωνα με τους ψυχολόγους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τους προσαρμοστικούς και τους δυσπροσαρμοστικούς.
Οι προσαρμοστικοί και οι δυσπροσαρμοστικοί τελειομανείς
Οι λεπτές γραμμές που διαχωρίζουν τον προσαρμοστικό από τον δυσπροσαρμοστικό, μπορούν να έχουν τεράστιες επιπτώσεις στη ζωή του ατόμου. Η καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας του Smith College, Patricia Di Bartolo, που ερευνά το ψυχολογικό φαινόμενο της τελειομανίας, υποστηρίζει ότι η τελειομανία θα μπορούσε να είναι ένα υγιές χαρακτηριστικό της προσωπικότητας κάποιων ανθρώπων, εφόσον πληρούνται και κάποιες άλλες προϋποθέσεις.
Έτσι, ο προσαρμοστικός τελειομανής διαθέτει την οργάνωση, τη μεθοδικότητα, τον προγραμματισμό των ενεργειών, την τάση των υψηλών στόχων και την επιμονή για συνεχή αγώνα προς την επιτυχία και την αριστεία. Επίσης, αποδέχεται την πιθανότητα να αποτύχει. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι με τάσεις τελειομανίας, ναι μεν επιτυγχάνουν συχνότερα υψηλές αποδόσεις, αλλά αυτό τους στοιχίζει ψυχολογικά. Βασανίζονται πολύ από άγχος, από κατάθλιψη και φόβο για την ενδεχόμενη αποτυχία. Το 2014, στο Review of General Psychology, δημοσιεύτηκε μία μελέτη στην οποία οι ερευνητές κατέληξαν ότι η τελειομανία μπορεί να αποτελέσει έναν ακόμη παράγοντα κινδύνου για αυτοχειρία.
Σε μια απόπειρα να τα ξεδιαλύνουμε όλα σιγά σιγά και να τα ταξινομήσουμε, θα λάβουμε ως πηγές δύο από τους πρώτους και θεμελιώδεις μελετητές της τελειομανίας, τον Hamachek και τον Burns. Σύμφωνα με τη θεωρία του πρώτου, υπάρχουν δύο τύποι τελειομανών, ο φυσιολογικός και ο νευρωτικός. Για τον φυσιολογικό τελειομανή, η ανάγκη για αποδοχή και επιτυχία είναι τόσο σημαντική όσο και για οποιοδήποτε άλλο άτομο. Μάλιστα, μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για τη διαρκή βελτίωση του ατόμου. Θέτει ρεαλιστικούς στόχους και έχει μια αντικειμενική εικόνα για τον εαυτό του. Οι προσδοκίες του για τις επιδόσεις του διαμορφώνονται με πλήρη συναίσθηση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του. Ο φυσιολογικός τελειομανής επιτρέπει τα λάθη, ακόμα και το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Είναι πιο ευέλικτος και πιο προσαρμοστικός ακόμη κι όταν πρόκειται για τη μη επίτευξη των στόχων του. Η απογοήτευση που θα αισθανθεί δεν θα τον καταβάλλει. Θα συνεχίσει να προσπαθεί περισσότερο και ίσως επαναπροσδιορίσει τους στόχους του. Διαθέτει υψηλή αυτοεκτίμηση και η επιθυμία του για αναγνώριση, επιτυχία και θαυμασμό, εκδηλώνεται με λειτουργικό τρόπο.
Από την άλλη πλευρά, ο νευρωτικός τελειομανής είναι πολύ πιο άκαμπτος και εκδηλώνει δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Συχνά θέτει μη ρεαλιστικούς στόχους οι οποίοι συνδυαστικά με την ερμηνεία του για την επιτυχία, καθίστανται πολλές φορές ανέφικτοι. Επίσης, αισθάνεται μια βαθιά ανάγκη για αποφυγή της αποτυχίας. Συνήθως αυτός ο φόβος συνοδεύεται είτε από υπερπροσπάθεια είτε από αναβλητικότητα είτε από πρόωρη παραίτηση. Ακόμα κι αν ένας εξωτερικός παρατηρητής κρίνει το αποτέλεσμα ως πολύ καλό, ο νευρωτικός τελειομανής θα είναι ανικανοποίητος και θα το θεωρεί ανεπαρκές. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν μπορεί να αναγνωρίσει και να απολαύσει τους καρπούς των προσπαθειών του και δεν αντλεί ικανοποίηση από την όλη διαδικασία. Αντιθέτως, η επιτυχία αποτελεί για αυτόν μία ατέρμονη και βασανιστική διαδικασία.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Hamachek, η τελειομανία έχει διαβαθμίσεις και μπορεί να καταστεί από ωφέλιμη έως καταστροφική! Από την άλλη πλευρά, ο Burns υποστηρίζει ότι οι τελειομανείς θέτουν υπερβολικά υψηλούς έως και ανέφικτους στόχους ενώ παράλληλα τα κριτήρια που ορίζουν την επιτυχία τους είναι υπερβολικά αυστηρά. Αυτός ο δύσκολος συνδυασμός, καθιστά την επιτυχία ως έναν ουσιαστικά ανέφικτο στόχο.
Η σημαντική παρατήρηση του Burns έγκειται στην άποψη ότι οι τελειομανείς τείνουν να ενσωματώνουν στα κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσής τους και κριτήρια που αφορούν την αξία τους ως άτομα. Δηλαδή, η αυτοαξία και η αυτοεικόνα τους προσδιορίζεται ανάλογα με το αν οι στόχοι επιτεύχθηκαν ή όχι. Συνεπώς, μειώνουν και απαξιώνουν τον εαυτό τους όταν δεν πετυχαίνουν αυτό που έχουν ορίσει. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία διαρκώς επαναλαμβανόμενη διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει το άτομο στην ψυχολογική αυτοσυντριβή.
Η φύση της δυσφορίας ενός τελειομανούς μπορεί να εμφανιστεί με πολλές μορφές. Η κοινή συνιστώσα που φαίνεται να διατρέχει τις εμπειρίες τελειομανίας, είναι το άγχος. Όπως δηλώνει η Melissa Dahl του New York Magazine, «Η τελειομανία είναι κάτι περισσότερο από το να πιέζεις τον εαυτό σου να κάνει το καλύτερο δυνατό για να πετύχεις έναν στόχο. Είναι μια αντανάκλαση ενός εσωτερικού εαυτού βυθισμένου στο άγχος». Αυτό το άγχος μπορεί να λάβει τη μορφή οποιουδήποτε είδους διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της Γενικευμένης Αγχώδους Διαταραχής, της Κρίσης Πανικού και της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχή. Επίσης, μπορεί να προκύψει είτε από συγκεκριμένα γεγονότα ενεργοποίησης είτε από άγνωστες πηγές.
Η ακριβής σχέση μεταξύ τελειομανίας και άγχους είναι λίγο περίπλοκη. Η επιδίωξη της τελειότητας γίνεται ένας δυσπροσαρμοστικός τρόπος αντιμετώπισης της αγωνίας του άγχους. Η ίδια η τελειομανία τροφοδοτεί περαιτέρω το άγχος. Αυτό με τη σειρά του, δημιουργεί υψηλά πρότυπα και πιθανότατα θα αποτελέσει εμπόδιο στην επιτυχία. Δημιουργείται λοιπόν ένα ατέρμονος βρόχος, που δεν μπορεί να σπάσει.
Συχνά, η αναβλητικότητα, η αποστροφή του κινδύνου, η απογοήτευση, η εξάντληση και η έλλειψη εστίασης παρεμβαίνουν στην ικανότητα των δυσπροσαρμοστικών να ολοκληρώσουν εργασίες σύμφωνα με τα υψηλά τους πρότυπα. Τελικά, όμως, ακόμη και η επιτυχής ολοκλήρωση των εργασιών δεν αρκεί για να καταπνίξει το άγχος, το οποίο βρίσκει γρήγορα νέο στόχο.
Για τους τελειομανείς, η αυτοκριτική είναι πάντα παρούσα και το άγχος διαφαίνεται συνεχώς, καθώς προσδοκούν τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να φανούν ανεπαρκείς. Υπάρχει, λοιπόν, μία ακατάπαυστη προσπάθεια αποφυγής λαθών. Μάλιστα, ο τελειομανής δεν αφήνει καθόλου χώρο για λάθη. Μόλις εντοπίζει ότι κάτι δεν είναι σωστό, σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει θέσει στο κεφάλι του, σπεύδει να το διορθώσει. Θέτει τόσο υψηλά πρότυπα απόδοσης ώστε να ασκεί αρνητική κριτική στον εαυτό του όταν δεν τα φτάνει. Έτσι, δημιουργείται μεγαλύτερη ανησυχία για το πώς θα κριθεί από τους άλλους.
Ο τελειομανής, έχει πολύ συγκεκριμένους κανόνες για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Εάν τα πράγματα δεν γίνουν σύμφωνα με τους κανόνες, τότε τα απορρίπτει. Αρκετές φορές οι άνθρωποι γύρω από το άτομο αυτό δυσκολεύονται να το κατανοήσουν και απομακρύνονται. Μέσα στο μυαλό του κυριαρχούν τα “πρέπει” και όλα είναι τοποθετημένα στα κουτάκια τους. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη τακτοποίηση που κανείς και τίποτα δεν πρέπει να ταράξει.
Οι διαφορές ανάμεσα στους προσαρμοστικούς και τους δυσπροσαρμοστικούς τελειομανείς
Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε παραθέσει ως τώρα, μπορούμε να ορίσουμε τις διαφορές ανάμεσα στους προσαρμοστικούς και τους δυσπροσαρμοστικούς τελειομανείς. Οι προσαρμοστικοί, λοιπόν, είναι σε θέση να αντλήσουν ικανοποίηση και ευχαρίστηση από την προσπάθεια επίτευξης στόχων. Μάλιστα, θέτουν επιτεύξιμα κριτήρια και επίπεδα απόδοσης. Οι δυσπροσαρμοστικοί δεν μπορούν να βιώσουν ευχάριστα συναισθήματα στο κυνήγι της επιτυχίας. Κατακλύζονται από τον φόβο της αποτυχίας, ενώ τα κριτήρια που θέτουν για την επίτευξη των στόχων τους είναι εξαιρετικά υψηλά και ανελαστικά. Διακατέχονται από ένταση και άγχος εν όψει νέων στόχων και επικεντρώνονται στην αποφυγή λαθών.
Οι προσαρμοστικοί ναι μεν είναι προσεκτικοί αλλά συνάμα είναι και ήρεμοι, ψύχραιμοι και εστιάζουν την προσοχή τους στη σωστή υλοποίηση. Συνήθως εκπληρώνουν έγκαιρα τους στόχους τους και υποκινούνται από την επιθυμία για θετική ανατροφοδότηση και επιτυχία. Από την άλλη πλευρά, οι δυσπροσαρμοστικοί τελειομανείς, υποκινούνται από το φόβο τους για τις αρνητικές συνέπειες. Επίσης, χαρακτηρίζονται πολλές φορές από αναβλητικότητα. Η αυτοαξία τους εξαρτάται από την ποιότητα της απόδοσής τους και οι στόχοι τους διαμορφώνονται με σκοπό την αυτοεξύψωσή τους.
Στον αντίποδα, οι προσαρμοστικοί διαμορφώνουν τους στόχους τους με γνώμονα το συλλογικό καλό χωρίς να επηρεάζεται η αυτοεικόνα τους από την από την υλοποίηση των στόχων. Η επιθυμία τους να αριστεύουν είναι υγιής και ο τρόπος σκέψης ισορροπημένος. Θα βιώσουν την απογοήτευση μετά από κάποια αποτυχία αλλά θα επαναπροσδιορίσουν τους στόχους και τις προσπάθειές τους, ενώ διακρίνονται και από μία βεβαιότητα για την ποιότητα των ενεργειών τους. Οι δυσπροσαρμοστικοί ακολουθούν έναν διχοτομικό τρόπο σκέψης, του στυλ ότι όλα είναι “άσπρο ή μαύρο”. Υπάρχει η τελειότητα και η αποτυχία. Κρίνουν πολύ αυστηρά τους εαυτούς τους και συνδέουν την αριστεία με το «πρέπει». Υιοθετούν καταναγκαστικές τάσεις και συνεχώς αμφιβάλουν για την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος.
Μέχρι στιγμής, έχουμε περιγράψει ένα ευρύ φάσμα χαρακτηριστικών και συμπεριφορών τελειομανών ανθρώπων, κι αυτό μας δείχνει ότι τίποτα δεν είναι απόλυτο, καθώς όλα εξαρτώνται από το βαθμό εμμονής με την τελειότητα. Συνεπώς, αν εντοπίζετε κάποια χαρακτηριστικά από αυτά που έχουμε ήδη αναφέρει δεν χρειάζεται να ανησυχήσετε. Εξάλλου, η γνώση είναι δύναμη και όσο βαθύτερα γνωρίζουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, τόσο πιο καλά προετοιμασμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες καταστάσεις.
Τα 5 σημάδια που διακρίνουν έναν δυσπροσαρμοστικό τελειομανή
Ας δούμε, λοιπόν, πότε η τελειομανία μετατρέπεται σε πρόβλημα, ποια είναι τα 5 πρώτα σημάδια που πρέπει να αναγνωρίσουμε και να μας θορυβήσουν.
Πρώτο σημάδι, λοιπόν, η ακραία αναβλητικότητα. Εδώ δεν αναφερόμαστε στην απλή, τυπική αναβλητικότητα του τύπου: “δεν θα σιδερώσω σήμερα τα ρούχα, θα τα κάνω αύριο”. Αναφερόμαστε σε κάτι πιο σοβαρό και τακτικό. Οι δυσπροσαρμοστικοί τελειομανείς τείνουν να αναβάλλουν σε τόσο μεγάλο βαθμό την εκκίνηση μιας δράσης ή μιας πρωτοβουλίας, με αποτέλεσμα να αφήνουν ευκαιρίες να περνούν ανεκμετάλλευτες. Αυτό συμβαίνει γιατί θέλουν να είναι απόλυτα βέβαιοι ότι θα επιτύχουν τον υψηλό τους στόχο, που επεξεργάζονται τόσο πολύ την τακτική, τον προγραμματισμό των εργασιών που πρέπει να πραγματοποιήσουν και τον υπολογισμό εναλλακτικών για κάθε ενδεχόμενο, που ο χρόνος έχει περάσει. Θέτουν τόσο ψηλά τον πήχη που τελικά αισθάνονται αδύναμοι στο να καταφέρουν να διεκπεραιώσουν το στόχο. Αυτό το σκεπτικό τους τοποθετεί σε έναν φαύλο κύκλο μέσα στον οποίο δεν μπορεί τίποτα να τους δώσει ικανοποίηση και είναι σαν να γυρνάνε συνεχώς γύρω από τον εαυτό τους. Δεν μπορούν να κάνουν ένα βήμα προς τα εμπρός.
Ασφαλώς, υπάρχουν και προεκτάσεις που αφορούν τις κοινωνικές συναναστροφές και σχετίζονται με το πώς αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους, συναρτήσει των άλλων. Κυριαρχεί, λοιπόν, η πεποίθηση ότι αν δεν είναι εξαιρετικά καλοί σε αυτό που κάνουν, δεν θα είναι αποδεκτοί από τον περίγυρό τους. Συνεπώς, πρέπει να προσέχουν συνεχώς τη συμπεριφορά τους και να αποφεύγουν να εμπλέκονται σε καταστάσεις ή εμπειρίες στις οποίες δεν είναι βέβαιοι ότι θα ανταποκριθούν στο μέγιστο βαθμό. Τι σημαίνει αυτό, πρακτικά; Ότι αποφεύγουν να δοκιμάσουν κάτι νέο, να προσπαθήσουν να μάθουν κάτι που δεν γνωρίζουν, υποκύπτοντας στο φόβο της αποτυχίας. Έτσι, στερούνται νέων εμπειριών και νέων γνώσεων τις οποίες θα ήθελαν πολύ να αποκτήσουν αλλά ο περφεξιονισμός τους εμποδίζει.
Χεράκι – χεράκι με αυτήν την κατάσταση πηγαίνει και το γεγονός ότι οι τελειομανείς κρατούν τα λάθη για τον εαυτό τους. Δηλαδή, δεν μοιράζονται την εμπειρία αυτή για να μη φανούν κατώτεροι των προσδοκιών στον κύκλο τους, με συνέπεια να αισθάνονται μόνοι. Δεν αποδέχονται ότι και η αποτυχία είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής, ότι χτυπάει την πόρτα όλων των ανθρώπων και μάλιστα έχει πολλά να μας διδάξει. Συνεπώς, δεν λαμβάνουν το μάθημα που προορίζεται γι’ αυτούς.
Πώς μπορούμε, όμως, να βοηθήσουμε είτε τον εαυτό μας είτε κάποιον οικείο μας που κατακλύζεται από τέτοιες σκέψεις και συμπεριφορές; Έχουμε ξανατονίσει τη σπουδαιότητα της ποιότητας των σκέψεων στη ζωή μας και της αυτογνωσίας. Όλα βρίσκονται στο μυαλό μας, συνεπώς πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις σκέψεις μας. Σκέφτεστε την τελειότητα; Τους φόβους της αποτυχίας; Τι θα συμβεί αν δεν επιτύχετε κάποιον στόχο; Λογικά και ψύχραιμα μιλώντας, δεν θα καταστραφεί ο κόσμος, ούτε καν ο δικός σας κόσμος. Θα συνεχίσετε να είστε ζωντανοί, υγιείς, χαρούμενοι, θα έχετε νέες ευκαιρίες στη ζωή, θα δρομολογήσετε κι άλλους στόχους, κι άλλα όνειρα… Δεν θα σταματήσει η Γη να γυρίζει. Δεν θα σταματήσουν να σας αγαπούν οι άνθρωποί σας, η οικογένειά σας. Δεν θα μειωθεί η αξία της προσωπικότητάς σας.
Αφήστε την υπερβολική εστίαση στον εαυτό που δημιουργεί ανασφάλεια και ξεκινήστε να μοιράζεστε και να δίνετε την προσοχή σας κι αλλού. Επικοινωνήστε τις ανησυχίες σας με τους ανθρώπους που σας γνωρίζουν καλά και σας αγαπούν. Θα δείτε ότι θα αισθανθείτε το βάρος να μειώνεται, θα νιώθετε λίγο πιο ελεύθεροι. Αποδεχτείτε ότι δεν είστε τέλειοι γιατί κανένας δεν είναι. Αυτό, όμως, δεν μειώνει την αξία σας.
Παραμένετε μοναδικοί, ξεχωριστοί και αξιαγάπητοι για αυτό ακριβώς που είστε. Και η αποτυχία μέσα στο παιχνίδι της ζωής είναι. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα αποβεί θανάσιμο! Δοκιμάστε τον τρόπο σκέψης σας, την προσέγγισή σας στη ζωή, τολμήστε νέες εμπειρίες και φροντίστε να διασκεδάζετε στη διαδρομή. Σίγουρα για ορισμένους είναι πιο δύσκολο από κάποιους άλλους και όλα στη θεωρία είναι πιο εύκολα. Αυτό όμως που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη είναι μία απόφαση.
Μια αγγλική παροιμία -σε μετάφραση- λέει: “μην παίρνεις τη ζωή τόσο στα σοβαρά. Έτσι κι αλλιώς δεν θα βγεις ζωντανός από αυτήν!” Όπως λέμε όμως στην Ελλάδα: στο τέλος όλα θα πάνε καλά, κι αν δεν πάνε καλά, σημαίνει ότι δεν είναι το τέλος.
Πηγές εικόνων: Ted ideas, redbubble, psychology today