Οι μεγάλες γιορτές, κάθε θρησκείας, συνοδεύονται από συμβολισμούς και πολλές φορές από λαϊκές παραδόσεις και θρύλους. Αυτές οι δοξασίες που χάνονται στα βάθη του χρόνου, συγκεράζουν στοιχεία από παλαιότερα έθιμα και αντιλήψεις καθώς και από δεισιδαιμονίες. Μία από τις χαρακτηριστικές των ημερών, είναι και οι καλικάντζαροι. Οι Καλικάντζαροι, σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις των Χριστιανών, είναι περίεργα δαιμόνια που κάνουν την εμφάνισή τους στη Γη το Δωδεκαήμερο, από τα Χριστούγεννα έως τα Θεοφάνεια. Η παράδοση υποστηρίζει πως αυτό συμβαίνει επειδή τις ημέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βρίσκουν ευκαιρία να βγουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους, τώρα που ο Χριστός είναι κι αυτός αβάπτιστος.
Με την εορτή των Φώτων και τον αγιασμό των υδάτων επανέρχονται κάθε χρόνο στην επικαιρότητα, αυτά τα φανταστικά ξωτικά και δαιμόνια, με τα οποία η λαϊκή φαντασία έχει δημιουργήσει τόσους και τόσους μύθους. Το περίεργο είναι ότι ο λαός τους θυμάται πάντα όταν φεύγουν και σχεδόν τους αγνοεί την ημέρα που καταφτάνουν, δηλαδή τη βραδιά των Χριστουγέννων.
Πολλά έχουν γραφτεί για την ετυμολογία της λέξης “Καλικάντζαρος”. Ωστόσο, η πραγματική της καταγωγή παραμένει άγνωστη. Για την ιστορία, θα αναφερθώ μόνο στην ετυμολογία του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος την παράγει από το “Καλός-Κάνθαρος”.
Ποιοι είναι και πώς δρουν οι καλικάντζαροι;
Τα περίεργα αυτά πλάσματα είναι χιλιάδες και ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης από τις μυριάδες τρύπες που βρίσκονται στο έδαφός της. Βγαίνουν μέσα από τα φαράγγια και τα πηγάδια, από τις σπηλιές, τις καταβόθρες, τις καταπακτές, ενώ τα πιο μικρά από τις μυρμηγκοφωλιές και διάφορες άλλες τρύπες. Κατά την παραμονή τους στη γη μένουν σε μύλους, γεφύρια, ποτάμια και τρίστρατα ή σε σταυροδρόμια, όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύχτα. Στόχος τους είναι να πειράζουν τους περαστικούς, ενώ φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Ο Νικόλαος Πολίτης, λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα, στην πραγματεία του «Οι Καλικάντζαροι» αναφέρει: «Έρχονται από τη γης από κάτω. Όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γης , αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δένδρο και τότε τα δαιμόνια χιμούν στη γης επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους»
Η πίστη για τους καλικάντζαρους ως δαιμονικά όντα που ζουν κάτω από τη γη, στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης (το γαιοκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γη είναι ακίνητη και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματα ενώ αυτή είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού). Ο Νικόλαος Πολίτης πίστευε ότι η συνήθεια οι άνθρωποι να μασκαρεύονται από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα «παρείχε το ενδιαφέρον εις την φαντασίαν του λαού να πλάσει τους Καλικάντζαρους.
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, οι καλικάντζαροι, όλο τον χρόνο πελεκούν ή ροκανίζουν, βαθιά στα έγκατα της γης τον κορμό ενός δέντρου, πάνω στον οποίο στηρίζεται η Γη, για να τη ρίξουν και να την καταβαραθρώσουν. Κι όταν δε μένει, παρά μόνο λίγο, για να αποτελειώσουν το σκοτεινό τους έργο, έρχονται τα Δωδεκαήμερα. Έτσι, ανεβαίνουν στην επιφάνεια, για να πειράξουν τους Χριστιανούς στον επάνω κόσμο. Όταν, όμως, την παραμονή των Φώτων ξανακατεβαίνουν στα καταχθόνια, ξαναβρίσκουν ακέραιο το δέντρο και ξαναρχίζουν το πελέκημα και το ροκάνισμα.
Κάποιες ελληνικές παραδόσεις αναφέρουν ότι οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταμορφωμένοι σε δαιμόνια. Υποστηρίζουν ότι μετατρέπονται σε καλικάντζαρους όσοι έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτιστούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου) ή αυτοκτόνησαν.
Σύμφωνα με άλλες λαϊκές δοξασίες και δεισιδαιμονίες, Καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννηθούν το βράδυ των Χριστουγέννων ή την εβδομάδα από τα Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά, επειδή θεωρούνται “ως εν αμαρτία συλληφθέντες”, δηλαδή τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Εξωτερικά χαρακτηριστικά και ιδιοτροπίες των καλικάντζαρων
Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των δαιμονίων, είναι η διχογνωμία, η οποία δεν τους επιτρέπει να φέρουν εις πέρας καμιά δουλειά. Όλα τα αφήνουν στη μέση, γι’ αυτό δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, παρόλο που η επιθυμία τους είναι μεγάλη. Άλλωστε, είναι γραφτό τους να μην ολοκληρώσουν ποτέ το ροκάνισμα του δέντρου που κρατάει τη Γη.
Τα σωματικά ελαττώματα και η κατατομή που αποδίδει ο ελληνικός λαός στους καλικάτζαρους, μοιάζουν με τις μορφές των Καβείρων δαιμόνων και των άλλων πλασμάτων της Διονυσιακής λατρείας. Στην αρχαία τέχνη βλέπουμε πολλές απεικονίσεις των Καβείρων, στις οποίες αναγνωρίζουμε τους δικούς μας καλικάντζαρους, όπως τους έπλασε η φαντασία του λαού. Μέσα από το πέρασμα των χρόνων, η μορφή αυτών των δαιμονίων άλλαξε, αλλά όχι δραματικά.
Τους αποδίδονται διάφορα χαρακτηριστικά, σίγουρα όχι κολακευτικά, τα οποία αντικατοπτρίζουν την κακία που έχουν μέσα τους. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι τους φαντάζονται ασχημομούρηδες, φοβερούς και αγριωπούς στην όψη. ‘Αλλον κουτσό, άλλον στραβό, άλλον μονόφθαλμο, άλλους με στραβές μύτες, άλλους χωρίς δόντια, καμπούρηδες, στρεβλούς και γενικά, με όλες τις σωματικές και ψυχικές ατέλειες, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος. Σε ορισμένες περιοχές τους περιγράφουν ως γυμνούς ή κουρελιάρηδες, με σκούφους αναποδογυρισμένους, βρωμερούς, με σιδερένια παπούτσια ή τσαρούχια.
Κατ’ άλλες δοξασίες, οι Καλικάντζαροι είναι ασχημομούρηδες, αδύνατοι και καχεκτικοί, συνήθως κοντοί ή και νάνοι. Θεωρούνται μελαμψοί, με χέρια μακριά, με νύχια μεγάλα και γαμψά, για να γρατζουνάνε τις νύχτες τους ανθρώπους και ιδίως τις γριές. Επίσης, τους φαντάζονται με πόδια τράγου ή και κουτσούς. Όταν φορούν παπούτσια, είναι είτε ξύλινα, είτε σιδερένια, ενώ τα ενδύματά τους είναι φτωχά και φτιαγμένα από δέρμα τράγου. Συνήθως, στο κεφάλι τους φορούν μια κουκούλα από μάλλινη κάπα βοσκού. Επίσης, τους φαντάζονται να έρχονται καβάλα πάνω σε γαϊδάρους ή σε πετεινούς.
Έχουν αρχηγό τους τον Μεγάλο Καλικάντζαρο ή Μανδρακούκο ή Υπερβανβουτζικάριο, όπως τον λένε, ο οποίος είναι μάλιστα, σακάτης και κουτσαίνει. Τα παράξενα αυτά δαιμόνια έχουν τη δύναμη να ανεβαίνουν με ευκινησία πάνω σε τοίχους και σε τείχη, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, να περπατούν πάνω στις στέγες, να ανεβοκατεβαίνουν στις καμινάδες και να τρυπώνουν στα σπίτια, παρά τις σωματικές τους ιδιαιτερότητες. Λένε, πως το πέρασμά τους είναι σκέτη συμφορά!
Παίρνουν τη φωνή των νεράιδων για να παραπλανούν τους χωρικούς και σε κάθε χωριό, οι προληπτικοί επινοούν ένα σωρό ξόρκια και τεχνάσματα, ώστε να τους απομακρύνουν. Πιστεύουν ότι τις νύχτες κατεβαίνουν από τις καμινάδες των τζακιών και τρυπώνουν στα σπίτια. Για να τους διώχνουν, λοιπόν, πετούν στη φωτιά φτερά ή τρίχες που μυρίζουν άσχημα, ώστε να μην πλησιάζει ο Καλικάντζαρος.
Σε ορισμένα μέρη της ελληνικής υπαίθρου, πίστευαν ότι όταν βγαίνουν πάνω στη γη οι καλικάντζαροι, ουρλιάζουν απαίσια και προσπαθούν να μολύνουν με τα περιττώματά τους τα τρόφιμα, να σκορπίσουν το αλεύρι, να χύσουν νερό στο πάτωμα, να σταματήσουν το νερό της βρύσης.
Σε κάποια ελληνικά χωριά πίστευαν πως οι καλικάντζαροι είναι σκελετωμένοι, αδύνατοι, φορούν βρώμικα ρούχα, είναι κουτσοί, ψευδοί, μονόφθαλμοι, με ουρές. Επίσης, είναι πολύ ευκίνητοι και ικανοί να σκαρφαλώνουν στους τοίχους, αλλά πολύ φοβητσιάρηδες και με μια βιτσιά γίνονται άφαντοι.
Αλλού φαντάζονταν ότι οι καλικάντζαροι παρουσιάζονται και σαν άνθρωποι, σαν ζώα και σαν περίεργα πουλιά, ότι εμφανίζονται κατά τις σκοτεινές νύχτες στους ανθρώπους σαν παράξενα φαντάσματα. Πίστευαν ότι τα κακά πνεύματα τις νύχτες του Δωδεκαήμερου ήταν ελεύθερα και πανταχού παρόντα και γι’ αυτό κανείς δεν έπρεπε να βραδιαστεί μακριά από το χωριό ή στο δάσος. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή οι καλικάντζαροι είναι οι βρυκολακιασμένοι στρατιώτες που έστειλε ο Ηρώδης να σφάξουν τα νήπια ελπίζοντας ότι θα σκότωνε και τον νεογέννητο Χριστό.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι έρχονται στον επάνω κόσμο και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα στα σπίτια, να συναντήσουν χωρικούς μόνους, νέα κορίτσια ή γριές, ώστε να τους κάνουν τα πειράγματά τους για να τους βασανίσουν. Είναι κακά και πονηρά όντα, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι’ αυτό και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες. Ωστόσο, πάντα προκαλούσαν φόβο και ήταν ανεπιθύμητα πλάσματα.
Οι άνθρωποι είχαν σκεφτεί πολλούς τρόπους για να απομακρύνουν τα καλικαντζάρια από τα σπίτια τους. Παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν. Άλλοι, για να εξευμενίσουν τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ’ ένα σημείο του σπιτιού. Υπήρχαν κι αυτοί που τοποθετούσαν ένα κόσκινο μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε να τρέξει να εξαφανιστεί. Μπορούν να κυκλοφορούν ανενόχλητοι μόνο αφού δύσει ο ήλιος και πριν ανατείλει η πρώτη αχτίδα του.
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι’ αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά, ώστε να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη. Έτσι, εξασφάλιζαν οι νοικοκύρηδες ότι δεν θα μπει στο σπίτι τους κανένας από την καμινάδα.
Οι Καλικάντζαροι μέσα στο χρόνο και στις διάφορες περιοχές
Οι δοξασίες του ελληνικού λαού για τους καλικάντζαρους είχαν απήχηση και στους Τούρκους. Μάλιστα, σε πολλά μέρη της Τουρκίας, πιστεύουν ότι τις δώδεκα αυτές ημέρες εμφανίζονται στη γη οι Καρά-Κόντζολοι, που είναι κακοποιά πνεύματα, τα οποία, για να τα απομακρύνουν από τα σπίτια τους, σέρνουν τις νύχτες του Δωδεκαήμερου αλυσίδες, κάνοντας μεγάλο θόρυβο και σαματά, ώστε να τα τρομάξουν.
Οι Καλικάντζαροι συνηθίζουν να πειράζουν τα κορίτσια, όταν βγαίνουν τη νύχτα έξω μόνα τους, τις χήρες, τις γριές και τις μαμές, αλλά και τους μυλωνάδες, κατά προτίμηση αυτούς, άγνωστο το γιατί. Ίσως επειδή τους αρέσει με τα πειράγματά τους να φέρνουν αναστάτωση και ακαταστασία για να ενοχλούν όσο περισσότερο μπορούν. Φυσικά, τους αρέσει να τρομάζουν και τα παιδιά και να τα κάνουν να κλαίνε.
Αναφορές καλικάντζαρων σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας
Στη Χίο, κατά τη μαρτυρία του Λέοντα Αλλατίου, βασάνιζαν κάθε παιδί που γεννιόταν τις ημέρες των Χριστουγέννων. Του έκαιγαν τα πόδια σε μια φωτιά που την άναβαν στο πιο δημόσιο σημείο του χωριού έτσι ώστε να καούν τα νύχια του και να μη μετατραπεί σε Καλικάντζαρο.
Επιπλέον, πίστευαν ότι εκείνοι που πέθαιναν πριν προλάβουν να βαπτιστούν, γίνονται Καλικάντζαροι, όπως κι εκείνοι που πέθαναν δίχως να μεταλάβουν, όσοι έμειναν άταφοι (εκτός εκείνων που σκοτώνονται στις μάχες), οι ακήδευτοι με θρησκευτικές ευχές, οι αυτόχειρες, αλλά κι εκείνοι που δεν βαπτίστηκαν σωστά, είτε επειδή ο ιερέας δε διάβασε καλά τις ευχές κατά τη βάπτιση, είτε επειδή ο ανάδοχος δεν είπε σωστά το Σύμβολο της Πίστεως. Θεωρούσαν ακόμα ότι οποίος το θέλει, μπορεί κατ’ επιθυμία να μετατραπεί σε καλικάντζαρο, ακολουθώντας ένα τελετουργικό. Έπρεπε λοιπόν, επί τρία βράδια συνεχόμενα να μείνει έξω, την ώρα που βασιλεύει το φεγγάρι, έχοντας το κεφάλι του σκεπασμένο με αράχνες και το πρόσωπό του μαυρισμένο με καπνιά, επικαλούμενος ως εξής τους Καλικάντζαρους:
“Μεγάλε Καλικάντζαρε
με τα ξηρά ποδάρια
πάρε μου εμέ το είδος μου
και δώσ’ μου τη μορφή σου
κι εγώ να γίνω τσαγκαρί
κι εσύ ο μάστοράς μου
να πάμε να δουλέψουμε
τον άδικο τον άρχω (άρχοντα)
να κάνουμε αυτόν ασκί,
τομάρι για νταούλι…”
Αν αυτή η διαδικασία επαναληφθεί τρεις φορές, ο άνθρωπος θα γίνει μετά τον θάνατό του Καλικάντζαρος και δε θα αφήνει σε ησυχία τους δικούς του.
Οι λαϊκές δοξασίες θα μας συνοδεύσουν ως τη Σκιάθο, όπου οι πιο παλιοί λένε ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να πάνε στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα. Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζονται και ως κλέφτες, ενώ παλαιότερα, όταν κάτι χανόταν από το σπίτι, αποδίδονταν σε «κλοπή» καλικάντζαρου.
Στην Άντισσα της Λέσβου λένε πως οι καλικάντζαροι έρχονται την πρώτη μέρα του Δωδεκαημέρου, δηλαδή, τα Χριστούγεννα. Πίστευαν πως όποιος πεθάνει και πάει στον άλλο κόσμο άψαλτος κι αλιβάνιστος, βρικολακιάζει και γίνεται Καλικάντζαρος.
Στη Ρόδο, όποιο παιδί γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα, το λένε «Κάο», Καλικάντζαρο. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι «Κάηδες» σηκώνονται τη νύχτα απ’ το κρεβάτι τους, το πρώτο δεκαήμερο, κι ασυναίσθητα γυρίζουν έξω. Για να μην αγριέψει όμως το παιδί, οι δικοί του φροντίζουν να του κάνουν το «μονομερίτικο» ρούχο. Φωνάζουν, δηλαδή, στο σπίτι τους γυναίκες που να λέγονται Μαρίες και τους δίνουν μία μπάλα μπαμπάκι. Αυτές το κλώθουν, το κάνουν νήμα, το υφαίνουν και ράβουν ένα ρούχο, που θα το φορέσει ο Κάος. Όλη αυτή η δουλειά πρέπει να γίνει μέσα σε μια μέρα, γι’ αυτό και το ρούχο λέγεται «μονομερίτικο».
Στην Κάρπαθο, οι μανάδες δένουν τη μέση των παιδιών τους, που είναι στις κούνιες, με «βάτους» τις χριστουγεννιάτικες μέρες, για να μην τους κάνουν κακό οι «Κάγοι», οι Καλικάντζαροι, που θα φύγουν απ’ τα σπίτια, όπως πιστεύουν, σαν περάσει η γιορτή τ’ Αϊ-Γιάννη.
Στην Κύπρο πιστεύουν πως ο Καλικάντζαρος μπορεί να «αιχμαλωτιστεί», φτάνει ο άνθρωπος να τον δέσει από το πόδι με «μόλινο» (δηλαδή, με λινή κλωστή). Την παραμονή των Φώτων τελειώνει η δράση των Καλικάντζαρων πάνω στη Γη. Βιάζονται τότε να χωθούν γρήγορα πίσω στα βάθη της, προτού ο παπάς αρχίσει ν’ αγιάζει τα νερά. Για να μην ξεμείνει κανένας πάνω στη Γη, παρακινεί ο ένας τον άλλο να φύγουν. Λένε: «Φορτώστε να φορτώσουμε, κι αϊντέστε να φύγουμε, τ’ έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του».
Στην Κομοτηνή φοβούνται τόσο πολύ τους «Καρκατζέλ», ώστε τη νύχτα δεν σφυρίζουν ποτέ, για να μη μαζευτούν πολλοί μαζί και τους κάνουν κακό.
Στα Επτάνησα πιστεύουν ότι τα «Λυκοτσαρδά» ή «Παγανά» είναι αόρατες δυνάμεις που μπορούν να κάνουν χιλιάδες κακά. Είναι τα κακοποιά σύνεργα του σκότους και των ποταμίσιων νερών, που παρουσιάζονται με το πρώτο άστρο των Χριστουγέννων, κι εξαφανίζονται με το αγίασμα των νερών, τα Φώτα.
Στη Θράκη πιστεύουν ότι οι Καλικάντζαροι συνηθίζουν να κατεβαίνουν τη νύχτα από το τζάκι και ν’ αρπάζουν τα λουκάνικα, κι ότι χορεύουν γύρω από τα πηγάδια, όπου, αν πάει κανείς, τον αναγκάζουν να χορέψει μαζί τους. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύχτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ό,τι ερωτηθούν ή, κατ΄ άλλους, τους παρασύρουν σε χορό όπου τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.
Καποιες φήμες υποστηρίζουν πως προέρχονται από τους κενταύρους. Εδώ, βλέπουμε και πάλι τη σύνδεση αυτών των πλασμάτων με την αρχαιότητα. Επίσης, λένε πως όποιος γεννιέται την «εποχή των Καλικαντζάρων» είναι δειλός.
Καταβολές των μύθων των καλικαντζάρων
Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στην αρχαιότητα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως οι καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες, δηλαδή τις ψυχές των νεκρών. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές όταν έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον επάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς πειράζοντας τους ζωντανούς. Σύμφωνα με άλλους, οι καλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σάτυρους, καθώς αρέσκονται να πειράζουν τις γυναίκες.
Στο Βυζάντιο γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο, δηλαδή την περίοδο μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα, επηρεασμένοι από τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια. Να τονίσουμε εδώ πως η εορτή του θεού Ηλίου, μετά τη χειμερινή ισημερία – στις 21 Δεκεμβρίου – αποτελούσε την αφορμή για να βγουν όλοι οι άνθρωποι στους δρόμους και να γιορτάσουν την έλευση της άνοιξης η οποία πλέον πλησίαζε.
Ως έθιμο, βουτούσαν στα παγωμένα νερά των ποταμών (στη χριστιανική θρησκεία το κάνουμε τα Θεοφάνια) και συγκεντρώνονταν στις πλατείες για να γιορτάσουν την εμφάνιση του θεού Ηλίου, ο οποίος θα έλιωνε τα χιόνια και η γη θα άρχιζε και πάλι να καρποφορεί. Για το λόγο αυτό κρεμούσαν πάνω στα δένδρα (κυρίως στην ιερή, για τους Δρυίδες, βελανιδιά) φρούτα και κόκκινες κορδέλες, οι οποίες συμβόλιζαν την καρποφορία, την ευφορία και τη ζωή (από δω προκύπτει και ο στολισμός του Χριστουγεννιάτικου δένδρου).
Μάλιστα, όσοι έπαιρναν μέρος στις γιορτές του δωδεκαήμερου, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια και αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες. Ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά και οι νοικοκυραίοι για να γλιτώσουν απ’ αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι, όμως, έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα και από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Ο Μιχαήλ Ψελλός, λόγιος Βυζαντινός ιστορικός, φιλόσοφος, πολιτικός και διπλωμάτης, σε μελέτη του για τους καλικάντζαρους είχε γράψει ότι «ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων είναι εκείνο που γεννά τις φαντασίες των δαιμονικών». Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως από εκείνη την περίοδο, των Βυζαντινών, προέκυψαν κάποια από τα χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τους καλικάντζαρους μέχρι και τις ημέρες μας όπως το ότι είναι ευκίνητοι, χορευταράδες, πειραχτήρια, γλεντζέδες, γυναικάδες.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ευγενία Κούκουρα, οι αντιλήψεις περί καλικάντζαρων και η μεταμφίεση σε ένα είδος φαντασμάτων (που παραπέμπει στο δυτικό Halloween) στις 25 Δεκεμβρίου, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Δύσης, χάνεται στα βάθη των χιλιετιών. Προσθέτει, μάλιστα, πως υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές στον Πλούταρχο και στον Κικέρωνα από τις οποίες φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι ψυχές που αποχωρίστηκαν από το σώμα, είτε παρίσταναν τους καλούς δαίμονες και ήταν φύλακες των ανθρώπων (lares) είτε τους κακούς και ονομαζόταν Iarvei (δηλαδή έμπουσες ή μορμολύκεια) και κατοικούσαν σύμφωνα με ορισμένες πηγές μεταξύ Σελήνης και Γης και σύμφωνα με άλλες, στον Άδη.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αυτοί οι δαίμονες επισκέπτονταν τρεις φορές τον χρόνο τη Γη: στις 24 Αυγούστου, στις 5 Οκτωβρίου και στις 8 Νοεμβρίου και τότε ο κόσμος ήταν ανοιχτός (muntus patet). Εκείνες τις περιόδους διοργανώνονταν ειδικές τελετές και εορτές για τις ψυχές. Κατά τον Κικέρωνα, ο στρατηγός Δέκιμος Βρούτος, ο οποίος ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε στον Άδη, διάβηκε τον ποταμό της Λήθης και επέστρεψε ζωντανός, γιόρταζε την εορτή των ψυχών την τελευταία ημέρα του τελευταίου μήνα του χρόνου. Τότε οι άνθρωποι έστρωναν τραπέζια για να ταΐσουν τα καλά πνεύματα και από κει ενδεχομένως να προέρχονται οι ρίζες του Halloween της Δύσης.
Σε αρκετές περιπτώσεις, οι καλικάντζαροι συγχέονται/συνδέονται με τα Τρολ, τρομακτικά όντα της Νορβηγικής μυθολογίας που πολλές φορές χαρακτηρίζονται και ως ανθρωποφάγα. Ορισμένες λαϊκές παραδόσεις αναφέρουν πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ’ αυτήν βάζουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να τα ματώνουν απ’ τ’ αγκάθια και να τους πίνουν το αίμα, παραπέμποντας στον αυστριακό/γερμανικό μύθο του Κράμπους.
Ανάλογες δοξασίες εμφανίζονται και στην υπόλοιπη Δύση, όπου κατά το Δωδεκαήμερο εμφανίζονται Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες και Παγανά. Με την ονομασία Παγανά αναφέρονταν γενικότερα στα ξωτικά και τα φαντάσματα. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει η Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή.
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, στη Βενετία, την παραμονή των Χριστουγέννων γεννιόντουσαν οι μάγισσες και οι στρίγγλες. Στη Γαλλία, οι Loup-garous τριγυρνούσαν στους δρόμους τη νύχτα των Χριστουγέννων και έτρωγαν τα σκυλιά. Στην Ισλανδία, πίστευαν ότι κάθε Χριστούγεννα 9 julesveinar κατέβαιναν από τα βουνά για να αρπάξουν παιδιά και να τα οδηγήσουν στις σπηλιές των ξωτικών. Ενώ στη Γερμανία, το Δωδεκαήμερο ανέβαινε στη γη ο Άγριος Κυνηγός, η Λυσσασμένη Στρατιά, οι μάγισσες και οι τερατόμορφες γυναίκες που έκλεβαν τα μωρά από την κούνια τους. Γι’ αυτό οι άνθρωποι έπρεπε να κλειδώνονται μέσα μετά τη δύση του ήλιου και να μην κάνουν καμιά δουλειά εκείνες τις ημέρες.
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε πως όλες αυτές οι λαϊκές παραδόσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις έχουν τις ρίζες τους στα βάθη του χρόνου και επιβιώνουν από την αρχαία Ελλάδα και Ρώμη μέχρι τις μέρες μας. Αρχικά, λοιπόν, εντάσσονται στην παράδοση των Ελλήνων και των Χριστιανών. Από τον ελλαδικό χώρο ξεκίνησαν οι διάφορες ιστορίες που κυκλοφορούν για αυτούς, αλλά ύστερα εξαπλώθηκαν ακόμα και στην Ευρώπη.
Σε αυτά τα μυστήρια πλάσματα που ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης μόνο για λίγες ημέρες, έχουν αποδοθεί κι άλλες ονομασίες. Πολύ παλιά, στην Αθήνα τους Καλικάντζαρους τους έλεγαν Κολοβελώνηδες και στην Ήπειρο, Κολιοντζήδες. Οι Βυζαντινοί τους ονόμαζαν Βανβουτζικαρίους. Το όνομά τους απαντάται με πολλές παραλλαγές σε διάφορα ελληνικά χωριά. Η επικρατέστερη ονομασία τους είναι Καλικάντζαροι, αλλά αλλού λέγονται Καρκάτζαλοι, Καρκατζέλια, Καλιτσάγγαροι, Καλικατζούρια, παγανά κ.α.
Γιατί οι καλικάτζαροι εμφανίζονται το Δωδεκαήμερο;
Οι 12 ημέρες μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, το γνωστό Δωδεκαήμερο, προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο και για το λόγο αυτό θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Οι παραδόσεις θέλουν σ’ αυτή την αλλαγή να παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα, έτοιμα να ενοχλήσουν και να βλάψουν τους ανθρώπους. Τέτοια όντα θεωρούνται και οι καλικάντζαροι, που για κάποιους λαούς και μυθολογίες αντιπροσωπεύουν τους δαίμονες της βλαστήσεως και συνδέονται με τα ξωτικά, τους νάνους, τους γνώμους (τα μικροσκοπικά πνεύματα του Παράκελσου) και τα μικροσκοπικά kobold (πνεύματα της γερμανικής λαογραφίας).
Η ιδέα ότι οι Καλικάντζαροι έρχονται το Δωδεκαήμερο, φαίνεται από τις οργιώδεις εορτές των Βυζαντινών κατά τις ημέρες αυτές. Φορούσαν προσωπίδες και έκαναν διάφορες παρεκτροπές τις νύχτες στους δρόμους, εισβάλλοντας πολλές φορές σε άγνωστα σπίτια. Η Εκκλησία εναντιώθηκε σε αυτές τις παρεκτροπές θεωρώντας τες κατάλοιπα παγανισμού και ειδωλολατρείας. Μάλιστα, προσπάθησε με αφορισμούς να περιορίσει τις γιορτές αυτές, αλλά δεν το κατόρθωσε. Άλλωστε, λείψανα των εορτών αυτών σώζονται και σήμερα σε πολλά μέρη της Δυτικής Μακεδονίας, της Θράκης και του Πόντου.
Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην ελληνική λαογραφία εκτός από τους καλικάντζαρους υπάρχουν κι άλλα «δαιμόνια» /ενοχλητικά ή βλαπτικά πνεύματα της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά εμφανίζονται όλο το χρόνο όπως οι «παγανοί»,τα «αερικά», τα «ξωτικά», οι «παρωρίτες», τα «τσιλικρωτά», οι «καλιοντζήδες», οι «πλανήταροι», οι «κατσιάδες», οι «χρυσαφεντάδες» και άλλα (ανάλογα με την περιοχή) που γενικά εμφανίζονται και συμπεριφέρονται όπως οι καλικάντζαροι.
Όπως παρατηρούμε, λοιπόν, η λαϊκή παράδοση που μάλιστα έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, κατάφερε όχι μόνο να εδραιωθεί γεωγραφικά και πολιτισμικά αλλά και να επιβιώσει ως τις μέρες μας. Οι προκαταλήψεις των λαών, το μυστήριο, η σχέση καλού και κακού σε αυτές τις ιστορίες ίσως είναι κάποια από τα στοιχεία που τις κάνουν να ξεχωρίζουν και εξασφαλίζουν χρονική συνέχεια.
Για κάποιο λόγο, η περίοδος των Χριστουγέννων αλλά και γενικότερα οι κρύες και μακριές νύχτες του χειμώνα, πυροδοτούν τη φαντασία των ανθρώπων και παρουσιάζονται ιδανικές για τρομακτικές ιστορίες. Όπως και να ‘χει, ακόμα και μετά την πιο σκοτεινή νύχτα, ακολουθεί το φως της μέρας. Η φωτιά στο θρύλο των καλικάντζαρων προστατεύει τον άνθρωπο και διώχνει το κακό μακριά. Με τη φωτιά, όμως, ο Προμηθέας δεν έφερε στον άνθρωπο τη γνώση; Η γνώση τελικά είναι αυτή που μας προστατεύει από όσους “καλικάντζαρους” και να έρθουν.
Υπάρχουν πολλές τοπικές ιστορίες για τους καλικάντζαρους. Αν θέλετε, διαβάστε από εδώ για τη Μαριγώ και τα καλικαντζάρια!