Η Αρκαδία είναι ένας τόπος με απαράμιλλη φυσική ομορφιά και εκπληκτική ιστορία, η οποία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι, ανακαλύπτω και κάτι ακόμα που με εκπλήσσει. Εξερευνώντας τον υπέροχο αυτό τόπο, συλλέγω σπαράγματα της ιστορίας του, τα οποία θέλω να μοιραστώ μαζί σας, ώστε να πραγματοποιήσουμε μαζί αυτό το ταξίδι. Σήμερα λοιπόν, μας περιμένει ο ιστορικός ναός του Αγίου Γεωργίου Στεμνίτσας, ο οποίος θα μας αποκαλύψει μία πτυχή από το παρελθόν της γύρω περιοχής.
Λίγα λόγια για την Στεμνίτσα
Η τοπωνυμία Στεμνίτσα είναι σλάβικης προέλευσης και σημαίνει υγρός και σκιερός τόπος. Πιθανολογείται ότι σε αυτήν την περιοχή εγκαταστάθηκαν Σλάβοι, γύρω στον 7ο με 10ο αιώνα μ.Χ.. Γύρω στο 1512-1520, έχουμε τις πρώτες καταγραφές της Στεμνίτσας ως οργανωμένου οικισμού. Στα οθωμανικά κατάστιχα που περιείχαν πληροφορίες για τη φορολογία των κατοίκων, αναφέρονται 191 κάτοικοι ενώ από όλους αυτούς, μόνο μία οικογένεια είναι μουσουλμανική.
Από τον 16ο αιώνα και έπειτα, η Στεμνίτσα γνώρισε μία βιοτεχνική ανάπτυξη, πολιτιστική αλλά και πνευματική ανάπτυξη. Παρουσιάζονται πλέον πολλοί εξειδικευμένοι τεχνίτες, όπως αργυροχρυσοχόοι, καμπανάδες, χαλκωματάδες και άλλοι μεταλλουργοί. Μάλιστα, πραγματοποιούσαν ταξίδια μέχρι την Κωνσταντινούπολη, τη Μολδοβλαχία, τη Ρωσία και αλλού, προσφέροντας τα προϊόντα τους και διαφυλάττοντας την τέχνη τους. Είχαν δε επινοήσει μια συνθηματική γλώσσα, τα Μεστιτσιώτικα, ώστε να μπορούν να κρατούν μυστική την τέχνη τους και να παραμένουν ασφαλείς στα μακρινά ταξίδια.
Στην πνευματική ανάπτυξη συνέβαλαν σημαντικά τα μοναστήρια της περιοχής, τα οποία προσέφεραν μόρφωση και καλλιέργεια, ενώ παράλληλα δίδασκαν και ασκούσαν τέχνες όπως η ξυλογλυπτική και η αγιογραφία. Η Στεμνίτσα αποτελούσε το αγαπημένο καταφύγιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος αναφερόταν σε αυτήν ως: απόρθητη χωροπούλα. Σημαντική ήταν η συνεισφορά της στην ελληνική επανάσταση, ενώ και η πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία συνεδρίασε εδώ τον Μάιο του 1821.
Ο ιστορικός ναός του Αγίου Γεωργίου Στεμνίτσας
Στην πλατεία του χωριού δεσπόζει ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου και ακριβώς απέναντί του, στέκει επιβλητικό το καμπαναριό του. Σύμφωνα με την πρώτη κτητορική επιγραφή, ανηγέρθη το 1810, εντός 74 ημερών! Η ανέργεση του μεγαλοπρεπούς αυτού ναού από το μηδέν, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, αποτελεί σπουδαίο κατόρθωμα όλων των Στεμνιτσιωτών, καθώς εργάστηκαν ομαδικά, συντονισμένα και εντατικά για να το επιτύχουν.
Στην πενταετία 1807-1812, εκδόθηκαν οικοδομικές άδειες εκκλησιών, έστω κι αν ήταν βραχυπρόθεσμες. Μετά το πέρας των 74 ημερών, έπρεπε να σταματήσουν οι οικοδομικές εργασίες και τα κτίσματα παρέμεναν στο στάδιο που είχαν φτάσει, ασχέτως αν είχαν ολοκληρωθεί ή όχι. Οι κάτοικοι της Στεμνίτσας όμως δεν πτοήθηκαν από τη σύντομη προθεσμία και ήταν αποφασισμένοι να χτίσουν έναν μεγαλοπρεπή ναό καθώς όλες οι εκκλησίες τους ήταν μικρές σε μέγεθος.
Όπως ήδη αναφέραμε, η Στεμνίτσα ήταν οικονομικά ανεπτυγμένη. Έτσι, το 1810 που δόθηκε η ευκαιρία στους κατοίκους, συνεισέφεραν όλοι με όποιον τρόπο μπορούσαν. Όλοι έδωσαν χρήματα για την ανέγερση του ναού και συνέβαλαν με προσωπική εργασία. Προσέλαβαν ακόμη περίπου 200 τεχνίτες για να μπορέσουν να ολοκληρώσουν την οικοδόμηση του ναού εντός της προθεσμίας.
Υπάρχει μία παράδοση που σχετίζεται με την τοποθέτηση του ογκόλιθου του υπέρθυρου της εισόδου και αξίζει να την αναφέρουμε. Λέγεται, λοιπόν, ότι μια χειροδύναμη γυναίκα με το όνομα Κάντω Ζέρβα έφερε στους ώμους της αβοήθητη το μεγάλο και βαρύ λίθο του υπέρθυρου, ο οποίος υπολογίζεται περίπου στα 230 κιλά! Μάλιστα, κατά την ίδια παράδοση, η γυναίκα αυτή, κόμπαζε για το κατόρθωμά της μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ο ναός αυτός αναφέρεται ως τρισυπόστατος στον Κώδικα του Ναού, αφιερωμένος εκτός από τον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Δημήτριο και τις αγγελικές δυνάμεις. Αυτά που κάνουν τον ναό να ξεχωρίζει, πέρα από την ιστορία του, είναι το εκπληκτικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, οι αγιογραφίες του Φώτη Κόντογλου κατά τη δεκαετία του 1950 και τα μυροβλύζοντα λείψανα του οσίου Λεοντίου.
Το σχεδόν άγνωστο περιστατικό με τον Γιάννη Κολοκοτρώνη
Ένα ιστορικό γεγονός που σχετίζεται με αυτήν την εκκλησία και δεν είναι ευρέως γνωστό, αφορά μία μαύρη σελίδα της Ιστορίας μας. Μεταφερόμαστε στο 1805, όταν με φιρμάνι του Σουλτάνου αλλά και πατριαρχικό επιτίμιο που διαβιβάστηκε σ’ όλες τις εκκλησίες του Μοριά, άρχισε ο μεγάλος διωγμός των Κλεφτών και ειδικότερα των Κολοκοτρωναίων.
Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, ο μικρός και αγαπημένος αδερφός του Θεόδωρου, με το παρατσούκλι “Ζορμπάς”, μαζί με τον ξάδερφό του, Γιώργο Κολοκοτρώνη (Καπετάν Γιώργα) και άλλους τέσσερις κλέφτες, κατευθύνθηκαν προς το Παλαιοχώρι για να τους προσφέρει καταφύγιο ένας πιστός οικογενειακός φίλος. Ωστόσο, αυτός ο φίλος έλειπε από το χωριό και οι Κλέφτες κατευθύνθηκαν προς τη Μονή Αιμυαλών, παρά το ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τους είχε απαγορεύσει να την πλησιάσουν.
(Για την ιστορία της Μονής Αιμυαλών μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα από εδώ: Η Ι.Μ. Αιμυαλών και το δώρο του Κολοκοτρώνη)
Εκεί συνάντησαν τον καλόγερο Γερέσιμο, ο οποίος τους έδωσε φαγητό και κρασί αλλά τους ζήτησε να απομακρυνθούν από το μοναστήρι. Πιθανότατα, φοβόταν τη σκληρή τιμωρία που θα τους επέβελαν, αν μαθευόταν ότι βοηθάνε τους Κλέφτες. Ωστόσο, εκείνοι αρνήθηκαν και ο καλόγερος αναγκάστηκε να τους κρύψει στον ληνό, εκεί που γινόταν η κατεργασία των στέμφυλων για την παραγωγή κρασιού. Ο καλόγερος έσπευσε να ενημερώσει τους προύχοντες της Δημητσάνας για την κρυψώνα των Κολοκοτρωναίων, οι οποίοι με τη σειρά τους ειδοποίησαν του Τούρκους.
Η προδοσία των Ελλήνων οδήγησε στο τέλος. Έλληνες από το Ζυγοβίστι και τη Δημητσάνα στάθηκαν εμπόδιο στους Κολοκοτρωναίους, ενώ και οι Τούρκοι έστεινα στο μοναστήρι τους δικούς τους. Με επικεφαλής των Γιάννη Κολοκοτρώνη-Ζορμπά, οι Κλέφτες με τα τουφέκια τους απέκρουσαν τον εχθρό σκοτώνοντας τους περισσότερους από τους Τούρκους. Όταν αρνήθηκαν να παραδωθούν, οι Τούρκοι έριξαν μέσα στον ληνό αναμμένο θειάφι, ζυμωμένο με λάδι και κερί. Οι Κλέφτες οδηγούνται σε υποχρεωτική έξοδο, με τα γιαταγάνια στα χέρια. Κατάφεραν να σκοτώσουν πολλούς από τους εχθρούς και έπεσαν ηρωικά από τα βόλια, μαχόμενοι.
Οι Τούρκοι κατακρεούργησαν τους νεκρούς, έκοψαν τα κεφάλια, τα παλούκωσαν και τα περιέφεραν για παραδειγματισμό σε Τρίπολη και Δημητσάνα. Τέλος, τα κρέμασαν στην καρυδιά που βρισκόταν στην αυλή του ναού του Αγίου Γεωργίου Στεμνίτσας. Τότε ακόμα δεν είχε χτιστεί το καμπαναριό και κρέμονταν σε αυτό το δέντρο οι καμπάνες της εκκλησίας. Μία γυναίκα, της οποίας ο γιος σκοτώθηκε από τους Κολοκοτρωναίους, έφτυσε τα κεφάλια τους που ήταν κρεμασμένα. Τότε, ένας Αλβανός αποσπασματάρχης που την είδε, την χτύπησε για την πράξη της, δείχνοντας την εκτίμησή του για την ανδρεία των Κολοκοτρωναίων.
Μπορείτε να μου στείλετε τις εμπειρίες σας από παρόμοιες εξερευνήσεις και τις προτάσεις σας στο email: ioanna@myalchemies.com. Για ακόμη πιο άμεση επικοινωνία, στείλτε το μήνυμά σας στο messenger, κάνοντας ένα like στη σελίδα του Facebook.