Ο μύθος των Ινδιάνων Χόπι για την έλευεση των ανθρώπων στη Γη

Οι Χόπι είναι μία φυλή Ινδιάνων που ζουν στην Βορειοανατολική Αριζόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η γλώσσα τους είναι μία από τις 30 της οικογένειας γλωσσών Uto-Aztecan, των γηγενών πληθυσμών της Αμερικής. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι γλώσσες φθίνουν με τον χρόνο, υπολογίζεται ότι σήμερα η Χόπι ομιλείται από περίπου 6000 άτομα και μάλιστα υπάρχουν τέσσερις διάλεκτοι αυτής της γλώσσας! Ο λαός και η γλώσσα αυτή, εν συντομία αποκαλούνται Χόπι (Hοpi), ωστόσο ο πλήρης όρος είναι ‘Hopituh-Shi-Nu-Mu’ και σημαίνει ειρηνικός/γαλήνιος άνθρωπος.

Η γλώσσα αυτή είναι μοναδική ως προς τις εκφράσεις της για τον χρόνο και τον χώρο. Άνθρωποι που έζησαν με τους Χόπι για κάποιο διάστημα, μαρτυρούν ότι έχουν έναν ξεχωριστό τρόπο να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και την ουσία τους, κάτι στο οποίο συμβάλλει καταλυτικά και η ίδια η γλώσσα τους.

Κάθε πολιτισμός έχει τους δικούς του μύθους και θρύλους για την καταγωγή του, για τους ήρωές του, για το πώς προέκυψε το καλό και το κακό. Ένας μύθος λίγο περίεργος, ιδιαίτερος θα έλεγα, είναι αυτός που δικαιολογεί την παρουσία των Ινδιάνων Χόπι στην περιοχή όπου κατοικούν μέχρι σήμερα. Απέχει πολύ από τους δικούς μας μύθους και τις παραδόσεις και αυτό θα είναι το μόνο που αποκαλύπτω για τις δικές μου εντυπώσεις από αυτήν την ιστορία. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν…

Στην αρχή ήταν όλα καινούρια. Παντού υπήρχε σκοτάδι, τόσο πάνω από τη Γη όσο και κάτω από αυτήν. Όλα τα αρχαία πλάσματα, συμπεριλαμβανομένων των αρχαίων ανθρώπων, δεν ζούσαν στην επιφάνεια της Γης όπως σήμερα, αλλά κάτω από αυτήν. Υπήρχαν τέσσερις κόσμοι: ένας στην επιφάνεια της γης και τρεις κάτω από αυτήν. Ουσιαστικά ήταν κόσμοι σπηλαίων, ο ένας κάτω από τον άλλον. Ωστόσο, κανένας από τους τρεις σπηλαιο-κόσμους δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να χωρέσει όλα τα πλάσματα.

Στην κατώτατη σπηλιά, ο πληθυσμός αυξήθηκε τόσο που δεν υπήρχε πια χώρος για τίποτα. Ο κόσμος τους γέμισε με τη βρωμιά των ανθρώπων και ακόμα και για να κουνηθεί κάποιος, έπεφτε πάνω σε κάποιον άλλο. Σύντομα, οι άνθρωποι γέμισαν το μέρος με τα παράπονα και τις εκφράσεις της αηδίας τους για αυτή τη ζωή και αυτόν τον κόσμο. Κάποιοι είπαν τότε: «Δεν είναι καλό για εμάς να ζούμε έτσι.»

Κάποιος ρώτησε: «Πώς μπορεί να γίνει καλύτερο;»

Κάποιος άλλος απάντησε: «Ας δοκιμαστεί και θα φανεί.»

Δύο αδέρφια, μίλησαν στους αρχηγούς των ανθρώπων στον κόσμο των σπηλαίων για το ζήτημα που προέκυψε. «Ναι, ας δοκιμαστεί και ας φανεί. Τότε θα είναι καλά. Με τη θέλησή μας θα είναι καλά.», απάντησαν οι αρχηγοί. Τα Δύο Αδέλφια τρύπησαν τις στέγες των σπηλαίων και κατέβηκαν στον κατώτερο κόσμο, όπου ζούσαν άνθρωποι. Ξεκίνησαν να σπέρνουν το ένα φυτό μετά το άλλο, ελπίζοντας ότι ένα από αυτά θα μεγάλωνε μέχρι το άνοιγμα από το οποίο είχαν κατέβει οι ίδιοι και παράλληλα θα είχε τη δύναμη να αντέξοει το βάρος των ανθρώπων και των πλασμάτων.

Έτσι, ήλπιζαν οι δύο αδερφοί, θα μπορούσαν να σκαρφαλώσουν το φυτό στον δεύτερο κόσμο των σπηλαίων. Ένα από αυτά τα φυτά ήταν ένα καλάμι. Ύστερα από πολλές προσπάθειες, ένα καλάμι έγινε τόσο ψηλό και τόσο δυνατό, που οι άνθρωποι μπορούσαν να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του. Συνδέθηκε το καλάμι με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σαν μια σκάλα, να το σκαρφαλώνουν εύκολα. Έκτοτε, το καλάμι αναπτύχθηκε σε αρθρώσεις, όπως το βλέπουμε σήμερα κατά μήκος του ποταμού Κολοράντο.

Μέσω αυτού του καλαμιού, πολλοί ήταν αυτοί που ανέβηκαν στον δεύτερο σπηλαιο-κόσμο. Ύστερα, φοβήθηκαν ότι και αυτή η σπηλιά θα ήταν μικρή και δεν θα χωρούσαν. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και σε αυτόν τον κόσμο και δεν τους επέτρεπε να δουν το μέγεθος της σπηλιάς. Έτσι, τίναξαν τη σκάλα, οδηγώντας όσους σκαρφάλωναν σε πτώση και την τράβηξαν για να αποσυνδεθούν. Λέγεται ότι όσοι έμειναν πίσω, αργότερα βγήκαν έξω από το τρίτο σπήλαιο και πλέον είναι οι άνθρωποι που κατοικούν στα δυτικά.

Μετά από πολύ καιρό, γέμισε και η δεύτερη σπηλιά με τα πλάσματα και τους ανθρώπους, όπως είχε γίνει με την πρώτη. Ξανά τα ίδια παράπονα, λοιπόν. Έτσι, η σκάλα χρησιμοποιήθηκε για να ανέβουν στον τρίτο κόσμο. Για ακόμη μία φορά, όσοι σκαρφάλωναν αργά έμειναν τελικά πίσω και η σκάλα τραβήχτηκε στην τρίτη σπηλιά. Παρότι μεγαλύτερη, και αυτή η σπηλιά ήταν το ίδιο σκοτεινή με τις δύο προηγούμενες.

Τα δύο αδέρφια, λοιπόν, βρήκαν τη φωτιά. Μοίρασαν φως με πυρσούς και οι άνθρωποι άρχισαν να χτίζουν τις καλύβες τους και να ταξιδεύουν από μέρος σε μέρος. Ύστερα, έκανε την εμφάνισή του το κακό. Οι γυναίκες τρελάθηκαν και για χάρη του χορού, αρνήθηκαν τις οικογένειές τους, τα μωρά και τα σπίτια τους. Το σκοτάδι επικράτησε ξανά παντού! Έτσι, οι άνθρωποι άρχισαν πάλι να αναζητούν το φως και μια διέξοδο από το σκότος. Τελικά, σκαρφάλωσαν στον τέταρτο κόσμο, δηλαδή σε αυτόν τον κόσμο που βρισκόμαστε τώρα.

Ωστόσο, πάλι το σκοτάδι κυριαρχούσε, καθώς η γη ήταν κλεισμένη από τον ουρανό, όπως ήταν τα σπήλαια από τις οροφές τους. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν να δουλεύουν ξανά υπό το φως των πυρσών. Κάποια στιγμή, εντόπισαν τα ίχνη του μοναδικού πλάσματος που υπήρχε στον μέχρι τότε ακατοίκητο κόσμο, τα ίχνη του Θανάτου. Τα ακολούθησαν προς τα ανατολικά όπου άρχισε να τους περικυκλώνει το νερό.

Μαζί με τους ανθρώπους, βρίσκονταν πέντε όντα που είχαν βγει μαζί τους από τους κόσμους των σπηλαίων: η Αράχνη, ο Γύπας, το Χελιδόνι, το Κογιότ και η Ακρίδα. Οι άνθρωποι και αυτά τα όντα ένωσαν τις ιδέες τους, προσπαθώντας να σκεφτούν κάποιον τρόπο να δημιουργήσουν φως. Έγιναν πολλές προσπάθειες, αλλά χωρίς επιτυχία.

Ζητήθηκε από την Αράχνη να δοκιμάσει πρώτη. Έστρωσε έναν μανδύα από καθαρό λευκό βαμβάκι. Έδωσε λίγο φως, αλλά όχι αρκετό. Η Αράχνη λοιπόν έγινε η γιαγιά μας. Τότε οι άνθρωποι πήραν ένα πολύ λευκό δέρμα ελαφιού, που δεν είχε τρυπηθεί σε κανένα σημείο. Από αυτό έφτιαξαν μια θωράκιση, κάτι σαν ασπίδα, την οποία έβαψαν με τιρκουάζ χρώμα. Αυτή έριξε τόσο λαμπρό φως, που φώτισε όλο τον κόσμο και έκανε το φως από το βαμβακερό μανδύα να φαίνεται ξεθωριασμένο. Έτσι οι άνθρωποι έστειλαν την ασπίδα-φως προς τα ανατολικά, δημιουργώντας το φεγγάρι.

Το Κογιότ είχε κλέψει ένα πολύ βαρύ βάζο από τον κόσμο των σπηλαίων και τώρα που υπήρχε πια φως, αποφάσισε να το ανοίξει να δει τι περιέχει. Τότε πετάχτηκαν πολλά λαμπερά θραύσματα και σπίθες, πέταξαν προς τα πάνω καψαλίζοντάς του το πρόσωπο στο πέρασμά τους. Γι’ αυτό το κογιότ μέχρι σήμερα έχει μαύρο πρόσωπο. Τα λαμπερά θραύσματα πέταξαν μέχρι τον ουρανό και έγιναν τα αστέρια.

Με τόσο φως, οι άνθρωποι διαπίστωσαν ότι ο κόσμος ήταν πράγματι πολύ μικρός και περιβαλλόταν από νερά. Έτσι, έκαναν έκκληση στον Γύπα για βοήθεια. Αυτός, κουνώντας τα φτερά του άνοιξε τα νερά, τα οποία κυλούσαν προς ανατολή και δύση, ώσπου εμφανίστηκαν τα βουνά. Πέρα από τα βουνά, τα Δύο Αδέρφια δημιούργησαν κανάλια, μέσα από τα οποία περνούσε το νερό κάνοντας όλο και πιο βαθιές αυλακώσεις. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα μεγάλα φαράγγια και οι κοιλάδες και τα νερά συνέχισαν να κυλούν για πολλά χρόνια ακόμα.

Πλέον υπήρχε φως παντού και έτσι οι άνθρωποι ακολούθησαν εύκολα τα χνάρια του Θανάτου προς τα ανατολικά, στη νέα στεριά που εμφανιζόταν. Συνεπώς, ο Θάνατος είναι ο σπουδαιότερος πατέρας και κύριός μας. Ακολουθήσαμε τα ίχνη του όταν βγήκαμε από τους κόσμους των σπηλαίων και ήταν ο μόνος που μας περίμενε σε έναν υδάτινο κόσμο, στον κόσμο που βρισκόμαστε σήμερα.

Κάποια στιγμή, οι άνθρωποι κατάφεραν να φτάσουν τον Θάνατο και τον προσπέρασαν. Ανάμεσά τους ήταν και δύο κορίτσια. Η μία ήταν η όμορφη κόρη ενός μεγάλου ιερέα, ενώ η δεύτερη υστερούσε σε ομορφιά, ήταν η κόρη κάποιου τυχαίου και ζήλευε πολύ την πρώτη. Με τη βοήθεια του Θανάτου, το δεύτερο κορίτσι προκάλεσε τον θάνατο του όμορφου και αυτός ήταν ο πρώτος θάνατος που γνώρισαν οι άνθρωποι. Μόλις όλοι κατάλαβαν ότι η όμορφη κόρη δεν θα ξυπνούσε από τον ύπνο της και ότι παρέμενε παγωμένη, ο πατέρας της, ο μεγάλος ιερέας, θύμωσε και αναζήτησε τον υπεύθυνο του θανάτου της. Ωστόσο, δεν έλαβε απάντηση.

«Θα φτιάξω μία μπάλα από ένα ιερό γεύμα», είπε ο ιερέας, «και θα την πετάξω στον αέρα. Στο κεφάλι αυτού που θα πέσει, είναι αυτός ο οποίος έφερε τον θάνατο». Έτσι, ο ιερέας έφτιαξε μια μπάλα από ιερό αλεύρι και γύρη και την πέταξε στον αέρα. Πέφτοντας, χτύπησε την ζηλιάρα κόρη και ύστερα ο ιερέας συγκάλεσε δίκη με το συμβούλιο του λαού για το έγκλημα. Το κορίτσι έκλαιγε και ικέτευε για έλεος τους δικαστές της και τους πρότεινε να επιστρέψουν στην τρύπα από την οποία βγήκαν για να δουν κάτι. Αν ύστερα από αυτό συνέχιζαν να επιθυμούν την καταστροφή της, θα δεχόταν να πεθάνει πρόθυμα.

Έτσι, πήγαν όλοι να δουν αυτό που τους έλεγε η κόρη. Αντίκρυσαν στον κόσμο των σπηλαίων πεδιάδες με όμορφα λουλούδια, σε μια χώρα αιώνιου καλοκαιριού, καρποφορίας και αφθονίας. Είδαν την κόρη του ιερέα να τριγυρνά ανέμελη και χαρούμενη ανάμεσα στα λουλούδια, χωρίς να δίνει σημασία στους ανθρώπους. Τότε είπε η ζηλιάρα κόρη: «Κοιτάξτε! Αυτό θα συμβεί σε όλα τα τέκνα των ανθρώπων.». Οι άνθρωποι έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Όταν πεθάνουμε, θα επιστρέψουμε στον κόσμο από τον οποίο έχουμε έρθει και εκεί θα είμαστε ευτυχισμένοι. Γιατί να φοβόμαστε να πεθάνουμε; Γιατί να αγανακτούμε με τον θάνατο;»

Τελικά, δεν σκότωσαν το κοριτσάκι και αυτό μεγάλωσε. Τα παιδιά της έγιναν οι πανίσχυροι μάγοι και μάγισσες του κόσμου, οι οποίοι αυξάνονταν σε αριθμό ανάλογα με την αύξηση του πληθυσμού. Τα παιδιά της ζουν ακόμα και σήμερα και εξακολουθούν να έχουν υπέροχες και τρομερές δυνάμεις.

Ύστερα, οι άνθρωποι ταξίδεψαν ακόμα πιο μακριά προς την ανατολή. Στο δρόμο τους, ανακάλυψαν ότι ανάμεσά τους βρισκόταν και η Ακρίδα.

«Από πού είσαι;», την ρώτησαν.

«Βγήκα έξω με εσάς και τα υπόλοιπα πλάσματα», αποκρίθηκε.

«Γιατί ήρθε μαζί μας στο ταξίδι μας;»

«Για να σας φανώ χρήσιμη».

Οι άνθρωποι αναρωτήθηκαν σε τι θα μπορούσε να τους χρησιμεύσει αυτό το πλάσμα και δεν έβρισκαν απάντηση. Έτσι, τη διέταξαν να φύγει και να επιστρέψει εκεί από όπου ήρθε, αλλά αυτή αρνήθηκε. Οι άνθρωποι θύμωσαν τόσο πολύ μαζί της που της έριξαν τα βέλη τους. Το αίμα της πότιζε τη γη και πέθανε.

Μετά από πολύ καιρό, επανήλθε στη ζωή και πήγε πάλι να βρει τους ανθρώπους, μόνο που αυτή τη φορά το χρώμα της ήταν μαύρο. Οι άνθρωποι τότε αναφώνησαν: «Κοιτάξτε! Ζει ξανά! Θα μπορούσε πραγματικά να είναι χρήσιμη στο ταξίδι μας! Ποιος άλλος έχει την υπέροχη δύναμη να ανανεώνει τη ζωή του; Πρέπει να έχει το φάρμακο για την ανανέωση της ζωής των άλλων. Θα γίνει λοιπόν το φάρμακο για τις θανάσιμες πληγές.»

Σήμερα, λοιπόν, η ακρίδα είναι στην αρχή λευκή, όπως και η πρώτη ακρίδα που βγήκε με τους αρχαίους. Πεθαίνει, και αφού έχει μείνει πεθαμένη για πολύ καιρό, ξαναζωντανεύει – μαύρη αυτή τη φορά. Είναι και η Ακρίδα, λοιπόν, πατέρας μας. Έχοντας το φάρμακό της, είμαστε οι σπουδαιότεροι των ανθρώπων. Το φάρμακο της ακρίδας θεραπεύει ακόμη και σήμερα θανάσιμες πληγές.

Ινδιάνα Χόπι με την κόρη της, στο χωριό Oraibi

Συνεχίζοντας οι αρχαίοι το ταξίδι τους, και έχοντας διανύσει μεγάλη απόσταση, άρχισαν να πεινούν πολύ. Ωστόσο, πάνω στην βιασύνη τους να φύγουν από τον κόσμο των σπηλαίων, είχαν ξεχάσει να φέρουν μαζί τους σπόρους. Ύστερα από πολύ θρήνο, το Πνεύμα της Δροσιάς έστειλε το Χελιδόνι πίσω για να φέρει τον σπόρο του καλαμποκιού και άλλων τροφών. Όταν το Χελιδόνι επέστρεψε, το Πνεύμα της Δροσιάς φύτεψε τον σπόρο στο έδαφος και του έψαλλε προσευχές. Μέσα από τη δύναμη αυτών των προσευχών, το καλαμπόκι μεγάλωσε και ωρίμασε σε μια μέρα.

Για πολύ καιρό, οι άνθρωποι καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, κουβαλούσαν μόνο όσο σπόρο χρειάζονταν για τη σπορά μιας μέρας. Βασίζονταν στο Πνεύμα της Δροσιάς για να τους συγκεντρώσει την αφθονία που χρειάζονταν. Στην φυλή του Καλαμποκιού δόθηκε αυτός ο σπόρος και κατάφεραν να συλλέξουν αρκετό καλαμπόκι για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, οι δυνάμεις των μάγων έκαναν τον χρόνο που απαιτούνταν για την ανάπτυξη των τροφών να επιμηκύνεται όλο και περισσότερο. Γι’ αυτό το βαρύ φορτίο που ήρθε στην ανθρωπότητα, ευθύνονται οι αρχαίοι που άφησαν εκείνο το κορίτσι να ζήσει και από τη γενιά της ήρθαν οι μάγοι.

Ενώ συνέχιζαν το ταξίδι τους, οι μάγοι δοκίμαζαν συνεχώς τις δυνάμεις τους, προκαλώντας προβλήματα. Αυτοί ξεσήκωναν τους αρχαίους και τους οδηγούσαν σε πολέμους και οι πόλεμοι με τη σειρά τους οδήγησαν τους ανθρώπους στο να σταματήσουν να μετακινούνται και να χτίσουν σπίτια. Τα σπίτια τους τα έχτιζαν σε κορυφές βουνών, σε σπηλιές ή βαθιά φαράγγια, καθώς η δύσκολη πρόσβαση τους προστάτευε από τους πολέμους και ένιωθαν ασφαλείς.

Ένας πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων κατάφερε να σκαρφαλώσει από τις μυστικές κρυψώνες και να βγει στον Τέταρτο Κόσμο. Σύμφωνα με τους θρύλους, το Grand Canyon ήταν το μέρος όπου εμφανίστηκαν οι πρώτοι άνθρωποι. Από εκεί ξεκίνησαν την αναζήτησή τους για τα σπίτια που τα Δύο Αδέρφια προόριζαν για αυτούς. Αυτοί οι λίγοι ήταν οι Ινδιάνοι Hopi που τώρα ζουν στο Three Mesas της βορειοανατολικής Αριζόνα.

Πηγές φωτογραφιών: National Park Service, troab.com, Wikimedia commons

You may also like