Το ταφικό μνημείο, γνωστό ως «Τύμβος του Σοφοκλή» στη Βαρυμπόμπη, ανασκάφηκε το 1888 από τον L. Münter, διευθυντή του βασιλικού κτήματος του Τατοΐου. Πρόκειται για τύμβο κλασικών χρόνων με διάμετρο 40 μέτρων και αρχικό ύψος 13 μέτρων, που περικλείει ταφικό περίβολο, χτισμένο με μεγάλους ορθογωνισμένους ογκόλιθους, σωζόμενο σε ύψος επτά δόμων. Θα μπορούσε να είναι πράγματι αυτός ο τάφος του μεγάλου τραγικού ποιητή, ή μήπως ο χαρακτηρισμός του είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να τον στηρίζουν;
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν στο εσωτερικό του τύμβου τρεις μαρμάρινες σαρκοφάγους με αετωματικά καλύμματα, δύο από τις οποίες βρίσκονται στη θέση τους σήμερα. Είναι αυτές που βλέπετε και στην πρώτη εικόνα του άρθρου. Επρόκειτο για μία γυναικεία και δύο ανδρικές ταφές, καθώς στο εσωτερικό τους βρέθηκαν λήκυθοι, αλάβαστρα, χάλκινος καθρέφτης και δύο στλεγγίδες (εργαλεία που χρησιμοποιούνταν από τους αθλητές στα Γυμνάσια για την απόξεση της σκόνης και του ιδρώτα).
Ο ανασκαφέας αναφέρει ότι σε μία από τις σαρκοφάγους βρέθηκαν κατάλοιπα ξύλου που απέδωσε στην «καμπύλη βακτηρία», ένα ραβδί που αναφέρεται ως επινόηση του Σοφοκλή. Στο σκελετό από εκείνη τη σαρκοφάγο διενεργήθηκε ανθρωπολογική εξέταση και αποδόθηκε σε άνδρα που πέθανε στο δεύτερο μισό της ζωής του.
Ο Σοφοκλής πέθανε το 406/5 π.Χ. σε ηλικία 91 ετών, και, όπως αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, οι συγγενείς του χρειάστηκε να ζητήσουν άδεια από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο για να τον θάψουν στον πατρογονικό του τάφο. Σύμφωνα με τον ανώνυμο βιογράφο του, που φαίνεται πως συνέγραψε τον βίο του Σοφοκλή στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., όταν ο ποιητής πέθανε επί Καλλίου άρχοντος, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Σπαρτιάτες, που κατείχαν το φρούριο της Δεκέλειας, επέτρεψαν να ταφεί στον οικογενειακό του τάφο, ο οποίος βρισκόταν «επί τη οδώ τη κατά την Δεκέλειαν φερούση προ του τείχους ια΄σταδίων».
Την άδεια έδωσε ο Λύσανδρος έπειτα από την παράκληση των Αθηναίων αλλά και την παρέμβαση του ίδιου του θεού Διόνυσου που εμφανιζόταν στον ύπνο του επί τρεις συνεχόμενες βραδιές. Ο βιογράφος του Σοφοκλή αναφέρει στο σχετικό χωρίο ότι οι πατρώοι τάφοι του Σοφοκλή βρίσκονταν στην οδό που οδηγεί στη Δεκέλεια σε απόσταση 11 σταδίων από το «τείχος». Η απόσταση συμπίπτει με τον τύμβο της Καμβέζας, εφόσον ο βιογράφος του ποιητή αναφέρεται στο τείχος της Δεκέλειας. Κατ’ άλλους ερευνητές όμως «το τείχος» αφορά το τείχος της πόλης των Αθηνών, οπότε η ταύτιση με τον τύμβο της Βαρυμπόμπης δεν ισχύει και πιθανότατα θα έπρεπε να τον αναζητήσουμε στον Κολωνό.
Ωστόσο, το 1888 ο Münter, πιστεύοντας ότι ήταν αδύνατο να ζητούσαν οι συγγενείς του Σοφοκλή άδεια από τον Σπαρτιάτη στρατηγό για μία τοποθεσία κοντά στο άστυ της Αθήνας, απέδωσε τη λέξη «τείχος» στο φρούριο της Δεκέλειας, το οποίο είχαν καταλάβει οι Λακεδαιμόνιοι την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ταυτίζοντας λοιπόν το φρούριο της Δεκέλειας με τα ερείπια αρχαίας οχύρωσης στη θέση Παλαιόκαστρο, εντός του πρώην βασιλικού κτήματος του Τατοΐου, εντόπισε σε απόσταση περίπου 2 χιλιομέτρων (11 στάδια), κοντά στον παλιό δρόμο που οδηγούσε από το Μενίδι στη Δεκέλεια, έναν τύμβο, τον οποίο και ανέσκαψε.
Παρόλο που η ταύτιση του τύμβου της Βαρυμπόμπης με τον τάφο του Σοφοκλή φαίνεται πιθανή, δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Αναμφίβολα όμως το ταφικό αυτό μνημείο, ο λεγόμενος «Τύμβος του Σοφοκλή» στη Βαρυμπόμπη, αποτελεί ένα πολύ καλά σωζόμενο δείγμα οικογενειακού ταφικού μνημείου της κλασικής εποχής.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι σήμερα ο τύμβος είναι περίκλειστος με συρματόπλεγμα, το οποίο ήδη είναι κομμένο και διάτρητο ενώ ακριβώς πάνω από τον τύμβο έχει στηθεί ένα στέγαστρο. Αυτή η “ανάδειξη” του αρχαιολογικού χώρου, πραγματοποιήθηκε το 2010-2012 με προϋπολογισμό 41.000 ευρώ από την Περιφέρεια Αττικής, Περιφερειακή Ενότητα Ανατολικής Αττικής, υπό την εποπτεία της τότε αρμόδιας Β’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Τα σχόλια, δικά σας!