Ίσως αναρωτιέστε τι σχέση έχει ο Ήλιος της Βεργίνας που έχω ως πρώτη φωτογραφία σε αυτό το άρθρο, με τα Αρχαία Γίτανα. Θα πάρουμε την ιστορία από την αρχή και θα φτάσουμε και σ’ αυτό το σημείο. Για αρχή, θα σας δώσω περισσότερα στοιχεία σχετικά με το πού βρισκόμαστε, καθώς τα Γίτανα δεν αποτελούν πολυδιαφημισμένο αρχαιολογικό χώρο. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο νομό Θεσπρωτίας, στη νοτιοδυτική πλαγιά του βουνού της Βρυσσέλας, στη συμβολή του χειμάρρου Καλπακιώτικου με τον ποταμό Καλαμά (αρχαίος Θύαμις). Ο αρχαιολογικός χώρος των Γιτάνων καλύπτει μία έκταση 287 στρεμμάτων και αξίζει να τον εξερευνήσετε!
Τα Γίτανα ιδρύθηκαν περίπου το 336/330 π.Χ. και καταλήφθηκαν από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.. Από την ίδρυσή τους μέχρι την κατάληψή τους, διετέλεσαν πολιτικό κέντρο του Κοινού των Θεσπρωτών και έγιναν η δεύτερη -χρονικά- πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας, μετά την Ελέα. Τα Γίτανα εξακολούθησαν να κατοικούνται και μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Τα ευρήματα από τη στοά της Αγοράς βεβαιώνουν μια ζωηρή εμπορική δραστηριότητα τους δύο τελευταίου προχριστιανικούς αιώνες. Τα λατρευτικά οικοδομήματα, όπως ο ναός της Παρθένου, συνέχισαν να λειτουργούν έως τις τελευταίες δεκαετίες του 1ου π.Χ. αιώνα, οπότε και η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Για την ύπαρξη της πόλης των Γιτάνων πληροφορούμαστε από φιλολογικές αναφορές, Ρωμαίων κυρίως ιστορικών, και η επιβεβαίωση έρχεται από τις επιγραφές σε λίθους και σφραγίσματα. Σε ένα από τα 3.000 πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν στην ανασκαφή ενός μεγάλου δημόσιου κτηρίου, επιβεβαιώνεται η ταύτιση του ονόματος της αρχαίας πόλης από την επιγραφή ΓΙΤΑΝΑ. Το δημόσιο αυτό κτήριο ταυτίζεται σήμερα με το Πρυτανείο – Αρχείο της πόλης. Μία ακόμη επιγραφή που επιβεβαιώνει την ονομασία της πόλης, βρέθηκε σε ορειχάλκινο έλασμα του “Μικρού Ναού”, του ναού της Θέμιδος και της Παρθένου που βρίσκεται στην αρχή μίας εκ των κεντρικών οδών που οδηγούν στα δημόσια κτήρια.
Η οχύρωση των Αρχαίων Γιτάνων, στη Θεσπρωτία
Η πόλη των Αρχαίων Γιτάνων περιβάλλεται από ισχυρό πολυγωνικό τείχος σε όλες τις πλευρές, με περίμετρο που φτάνει τα 2.500 μέτρα και ενίσχυση με πύργους και θλάσεις. Στην κορυφή του υψώματος, η οχύρωση καταλήγει σε ημικυκλικό πύργο. Η κεντρική είσοδος της πόλης βρισκόταν στο μέσο περίπου της βορειοδυτικής πλευράς του τείχους και το άνοιγμά της έφτανε τα 4 μέτρα. Συνολικά, υπήρχαν τρεις κύριες είσοδοι και τρεις μικρότερες πυλίδες.
Την άμυνα της δυτικής οχύρωσης ενισχύει ένα πολυγωνικό προτείχισμα, το οποίο ξεκινά από τη βορειοδυτική γωνία και φτάνει ως τον ποταμό Καλαμά. Ένα εσωτερικό τείχος μήκους 315 μέτρων χωρίζει τον αρχαίο οικισμό σε δύο μεγάλους οικιστικούς τομείς. Ο δυτικός τομέας καταλαμβάνει μία έκταση 50 στρεμμάτων και από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τα σημαντικότερα ανασκαφέντα κτήρια βρίσκονται εδώ. Η περιοχή ανατολικά του διατειχίσματος δεν έχει διερευνηθεί ακόμα, ενώ είναι εμφανής η ύπαρξη κτηριακών συγκροτημάτων.
Ο οικισμός και η αγορά των αρχαίων Γιτάνων
Η πολιτική και εμπορική αγορά αποτελούσε την καρδιά της πόλης και καταλαμβάνει ένα μεγάλο πλάτωμα στα βορειοανατολικά του διατειχίσματος. Έχει τη μορφή ορθογώνιας πλατείας και στα βόρεια πλαισιώνεται από μία επιμήκη στοά. Δίπλα στη στοά, ανασκάφηκε κτήριο το οποίο λειτουργούσε πιθανότατα ως χώρος λατρείας. Η λίθινη βάση που βρέθηκε εκεί, η οποία θεωρείται ότι στήριζε “βαίτυλο” (οξυκόρυφο λατρευτικό κίονα), οδηγεί στην πεποίθηση ορισμένων αρχαιολόγων ότι πρόκειται για ναό του Απόλλωνα Αγυιέα. Η νότια πλευρά οριοθετείται από έναν πλακόστρωτο δρόμο και συγκρότημα καταστημάτων.
Η πόλη ήταν χτισμένη σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα, το οποίο βασίζεται σε σειρά από παράλληλους δρόμους πλάτους 4-6 μ. που τέμνονται καθέτως από δρόμους πλάτους 2-3 μ.. Το Ιπποδάμειο σύστημα το συναντάμε ξανά στην Ήπειρο, στην αρχαία Κασσώπη! Μεταξύ των τεμνόμενων οδών, ορίζονται οικοδομικές νησίδες, στις οποίες διακρίνονται δημόσια και ιδιωτικά κτήρια.
Υπάρχουν δύο ακόμη σημεία στον αρχαιολογικό χώρο που αξίζουν την ιδιαίτερη προσοχή μας. Το αρχαίο θέατρο και το πρυτανείο. Για το αρχαίο θέατρο των Γιτάνων θα αφιερώσω ένα ολόκληρο άρθρο, λίαν συντόμως. Πάμε λοιπόν, να δούμε το συγκρότημα που καλείται Πρυτανείο ή Αρχείο.
Στην αρχή μίας από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες ανασκάφηκε μικρός ναός με πρόναο, σηκό και πλακοστρωμένο αύλειο χώρο. Στην απόληξή της συναντάμε ένα δημόσιο κτήριο, το οποίο ταυτίζεται με το Πρυτανείο – Αρχείο της πόλης. Το εν λόγω κτήριο διαμορφώνεται γύρω από μία κεντρική υπαίθρια αυλή με τους χώρους συμποσίων, τους εργαστηριακούς και τους αποθηκευτικούς χώρους. Στους χώρους των συμποσίων σώζονται κάποια ψηφιδωτά με μπλε και άσπρες ψηφίδες. Στους αποθηκευτικούς χώρους βρέθηκαν πήλινα πιθάρια στην αρχική τους θέση.
Η έκταση του Πρυτανείου αγγίζει τα 1.500 τ.μ., στη νοτιοδυτική γωνία της πόλης. Ο λίθινος αγωγός που βρέθηκε στην αυλή χρησίμευε στην απομάκρυνση των όμβριων υδάτων προς τον γειτονικό πλακοστρωμένο δρόμο. Τα ευρήματα σε συνδυασμό με τις ιστορικές αναφορές μαρτυρούν τη σπουδαιότητα της πόλης των Γιτάνων για τους Θεσπρωτούς και αιτιολογούν την ύπαρξη του Πρυτανείου και του Αρχείου της πόλης.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος, αναφέρει ότι στα Γίτανα συγκεντρώνονταν οι εκπρόσωποι των Ηπειρωτών. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως επιγραφές απελευθέρωσης δούλων με αναφορά στον προστάτη τους, που ήταν ο επώνυμος άρχοντας και σχεδόν 3.000 σφραγίσματα για την επικύρωση εγγράφων. Επίσης, στην πρόσοψη της στοάς της Αγοράς βρέθηκαν βάθρα σπουδαίων αναθημάτων. Όλα αυτά μαζί καταδεικνύουν τα Γίτανα ως σημαντικότατη πόλη και πολιτικό κέντρο του Κοινού των Θεσπρωτών. Θεωρείται πολύ πιθανό, η πόλη να φιλοξενούσε και συνελεύσεις του Κοινού των Ηπειρωτών.
Γιατί απαντάται στα Αρχαία Γίτανα ο Ήλιος της Βεργίνας;
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση των Θεσπρωτών και των Ηπειρωτών γενικότερα με το Βασίλειο της Μακεδονίας, το σύμβολο του οποίου ήταν ο Ήλιος της Βεργίνας, πρέπει να μάθουμε περισσότερα για τα πολιτικά δρώμενα εκείνων των χρόνων. Η Θεσπρωτία, αν και αποτέλεσε μία από τις πρώτες περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν ελληνικά φύλα, ήδη από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., παρέμεινε, ωστόσο, μέχρι την ύστερη κλασική εποχή στις παρυφές των πολιτισμικών και ιστορικών εξελίξεων του ελληνισμού.
Οι Θεσπρωτοί αποτελούσαν μία από τις τρεις μεγαλύτερες ηπειρωτικές φυλετικές ομάδες, μαζί με τους Μολοσσούς και τους Χάονες. Πριν την εγκατάσταση των Μολοσσών στην Ήπειρο (1.100 π.Χ.), κατείχαν πιθανότατα όλη την ηπειρωτική ακτή απέναντι από την Κέρκυρα έως και την οροσειρά της Πίνδου. Έκτοτε, και έως τον 5ο αι. π.Χ., περιορίστηκαν στα ανατολικά της πεδιάδας των Ιωαννίνων.
Κατά τον 5ο αι. π.Χ. ο ποταμός Καλαμάς αποτελούσε το όριο μεταξύ της Θεσπρωτίας και της Κεστρίνης, που βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής των Χαόνων, ενώ στη θεσπρωτική επικράτεια ανήκαν μέχρι τότε τα δύο πανελλήνιας εμβέλειας ιερά της Ηπείρου, το μαντείο της Δωδώνης και το Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Ακολούθησαν νέες εδαφικές ανακατατάξεις, όπως η προσάρτηση της
Δωδώνης από τους Μολοσσούς, η ανεξαρτητοποίηση του θεσπρωτικού φύλου των Κασσωπαίων και η προσάρτηση από τους Θεσπρωτούς της νότιας Κεστρίνης, που οριστικοποίησαν μέσα στον 4ο αι. π.Χ. τα σύνορα της Θεσπρωτίας στα σημερινά της περίπου όρια, συμπεριλαμβάνοντας ένα μικρό τμήμα της σημερινής νότιας Αλβανίας.
Οι ιστορικές συγκυρίες (Πελοποννησιακός Πόλεμος, παρακμή πόλης-κράτους και άνοδος ευρύτερων πολιτικών συνασπισμών, σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους στη βόρεια Ελλάδα) έθεσαν τους Θεσπρωτούς σε τροχιά ακμής και καινοφανών εξελίξεων, όπως η πολιτική τους οργάνωση (ίδρυση του Κοινού των Θεσπρωτών το β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. και συμμετοχή στην
Ηπειρωτική Συμμαχία), η ίδρυση, για πρώτη φορά, τειχισμένων πόλεων, που συνοδεύτηκε από μια εντυπωσιακή πληθυσμιακή αύξηση, και η εισαγωγή της γραφής, του νομίσματος και του κεραμικού τροχού.
Το νεοσύστατο, ωστόσο, θεσπρωτικό κράτος δεν πρόλαβε να χαράξει ανεξάρτητη πορεία. Η μακεδονική εμπλοκή στην Ήπειρο, που ξεκίνησε με τη σύνδεση του Φίλιππου Β΄ του Μακεδόνα με το Μολοσσικό βασιλικό οίκο μέσω του γάμου του με την Ολυμπιάδα (357 π.Χ.) και συνεχίστηκε με την ενθρόνιση του αδελφού της Ολυμπιάδας Αλέξανδρου Α΄ του Μολοσσού
και την απόδοση σε αυτόν των Ηλειακών αποικιών της Κασσωπαίας (343/2 π.Χ.), συντέλεσε στην περαιτέρω ισχυροποίηση των Μολοσσών.
Η ίδρυση της Συμμαχίας των Μολοσσών (342 π.Χ.), στην οποία προσχώρησαν και οι Θεσπρωτοί μεταξύ άλλων ηπειρωτικών φύλων, επισφράγισε την αναγνώριση της μολοσσικής υπεροχής. Η Συμμαχία, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Α΄, γρήγορα μετονομάστηκε σε Ηπειρωτική Συμμαχία, με τη μεσολάβηση της πολεμικής επιχείρησης του Αλέξανδρου στην Ιταλία (334 – 331 π.Χ.). Ο σχηματισμός αυτός, παρότι ξεκίνησε σαν αμυντική συμμαχία, φαίνεται πως σύντομα μετεξελίχθηκε σε μια μορφή ομόσπονδου κράτους, όπου ωστόσο οι Μολοσσοί βασιλείς ασκούσαν ενισχυμένη συγκεντρωτική εξουσία.
Ήδη, λοιπόν, στα χρόνια που ιδρύθηκε η πόλη των Γιτάνων, η επιρροή των Μακεδόνων στα δρώμενα των Ηπειρωτών ήταν πολύ έντονη. Ξεκίνησε με τη συμμαχία που έφερε ο γάμος της Ολυμπιάδας με τον Φίλιππο Β’ και συνεχίστηκε με τη βασιλεία του αδερφού της, Αλέξανδρου Α’. Συνεπώς, αυτό το ψηφιδωτό στην τότε ισχυρή θεσπρωτική πόλη, μαρτυρά τις σχέσεις Ηπείρου – Μακεδονίας και καταδεικνύει την εξουσία της Μακεδονικής βασιλείας επί των Θεσπρωτών.
Στο βίντεο που ακολουθεί κάνουμε μία σύντομη περιήγηση στο Πρυτανείο των Αρχαίων Γιτάνων.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι την εποχή αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά και ο όρος «έθνος Ηπειρωτών». Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας κορυφώθηκε την εποχή των διαδόχων και επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πύρρου (293 – 272 π.Χ.), που κατόρθωσε να επιβληθεί ως ένας από τους ισχυρότερους ελληνιστικούς ηγεμόνες του ελλαδικού χώρου, με επεκτατικές βλέψεις προς τη Σικελία και τη νότια Ιταλία. Στα χρόνια της βασιλείας του η Ήπειρος γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της, ενώ η εδαφική της επικράτεια εκτείνεται από την Επίδαμνο της νότιας Ιλλυρίας μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο.