Ο Πανοπέας ή αλλιώς Πανόπεια, ήταν αρχαία πόλη του Κοινού των Φωκέων. Πρώτη φορά άκουσα για την Ακρόπολη του Πανοπέα από τον σπηλαιολόγο του Εξερευνητικού Συλλόγου Σπηλαίων και Φαραγγιών “Θησέας”, Άγγελο Βλαχόπουλο. Η συζήτησή μας μου κέντρισε το ενδιαφέρον και αποφάσισα να ψάξω για να δω ιδίοις όμμασι αυτήν την Ακρόπολη. Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά άξιζε τον κόπο!
Κοντά στη Χαιρώνεια, θα βρείτε το χωριό Άγιος Βλάσιος, περίπου 18 χιλιόμετρα από τη Λιβαδειά. Βγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο για Άγιο Βλάσιο, θα δείτε ταμπέλες που θα σας οδηγήσουν προς τον αρχαιολογικό χώρο. Μην επιχειρήσετε να ανεβείτε με αυτοκίνητο αν το όχημά σας είναι χαμηλό, καθώς υπάρχουν πολλά νεροφαγώματα και θα περάσετε μέσα από χωματόδρομους που μπορεί να σας δημιουργήσουν πρόβλημα.
Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου, θα καταλάβετε γιατί η Ακρόπολη αυτή ονομάστηκε Πανοπέας, δηλαδή, «αυτός που επιβλέπει τα πάντα». Χτισμένη σε κομβικό σημείο από το οποίο ελέγχει τα περάσματα προς Βοιωτία, ενδοχώρα Φωκίδας και βόρεια Ελλάδα, η αρχαία αυτή πόλη γνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής αλλά και παρακμής.
Στο βίντεο που ακολουθεί θα δείτε τη διαδρομή για την ανάβαση από το σημείο παρκαρίσματος μέχρι την Ακρόπολη και, φυσικά, τη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις!
Σήμερα σώζεται ένα μέρος των τειχών της Ακρόπολης, κάποια πηγάδια και ένας πύργος, ο οποίος είναι μεταγενέστερος. Υπολογίζεται ότι ο πύργος είναι Μεσαιωνικός, πιο συγκεκριμένα Φράγκικος. Πιθανολογείται ότι λειτουργούσε ως παρατηρητήριο ή φρυκτωρία, καθώς είχε οπτική επαφή με το κάστρο της Λιβαδειάς, τον πύργο του Παρορίου και τον πύργο Θουρίου. Το μέγιστο ύψος στο οποίο φτάνουν τα ερείπια αυτού του πύργου σήμερα είναι τα 2,60 μέτρα.
Κάτι ακόμα που θα δείτε εξερευνώντας την περιοχή, είναι ένα μικρό ξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Εντελώς αταίριαστο με το υπόλοιπο τοπίο, ένα τσιμεντένιο κτίσμα στη μέση του λόφου. Δεν έχω βρει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό, πέραν του ότι κάποιοι που έχουν πάει εκεί το έχουν βρει κλειδωμένο. Ωστόσο, μάλλον στάθηκα τυχερή και το βρήκα ανοιχτό, οπότε σας παραθέτω κάποιες φωτογραφίες και θα συνεχίσουμε με την ιστορία και τη μυθολογία του Πανοπέα!
Οι αρχαιολόγοι Έλενα Κουντούρη και Νικόλαος Πετρόχειλος σε δημοσίευσή τους αναφέρουν ότι στο μέσο περίπου του πλατώματος της Ακρόπολης βρέθηκαν θεμέλια ορθογώνιου ναϊκού οικοδομήματος, το οποίο πιθανότατα διαδέχτηκε ένα αρχαιότερο στην ίδια θέση. Ωστόσο, εγώ δεν βρήκα καμία επιγραφή να υποδεικνύει ότι κάποτε, σε κάποιο σημείο υπήρχε αρχαίος ναός. Ενώ για την ύπαρξη δημοσίων κτηρίων, υπάρχει επιγραφή από την αρχαιολογία, παρά το γεγονός ότι δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα ίχνος οποιουδήποτε κτηρίου.
Ίσως, λοιπόν, το ξωκκλήσι που βλέπουμε εδώ να είναι ένα από τα πολλά εκκλησάκια που χτίστηκαν πάνω σε αρχαίους ναούς, ή μπορεί αυτό το εκκλησάκι να βρίσκεται “τυχαία” σε αυτό το σημείο. Θα συνεχίσω την έρευνα πάνω σε αυτό και θα επανέλθω μόλις έχω περισσότερα στοιχεία. Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι η αρχαία Πανόπεια ήταν μία οργανωμένη πόλη, οπότε είναι απόλυτα λογικό να διέθετε τουλάχιστον έναν ναό.
Η ιστορία του Πανοπέα
Σύμφωνα με πηγές του Υπουργείου Πολιτισμού, ο αρχαίος Πανοπέας παρουσιάζει ίχνη κατοίκησης από τον 18ο αιώνα. Άκμασε κατά τα Μυκηναϊκά χρόνια (14ος-11ος αιώνας π.Χ.), όπως μαρτυρούν και τα κυκλώπεια τείχη εκείνης της εποχής. Στις φωτογραφίες μπορείτε να δείτε λείψανα της αρχαίας οχύρωσης, τα οποία σε ορισμένα σημεία διατηρούνται σε καλή κατάσταση, δίνοντας μία πολύ μικρή εικόνα για το μακρινό εκείνο παρελθόν.
Παρά τη φυσική οχυρωματική θέση και τα ισχυρά τείχη, η Ακρόπολη του Πανοπέα υπέστη πολλές καταστροφές μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Το 480 π.Χ. κάηκε από τα στρατεύματα του Ξέρξη, ενώ το 346 καταστράφηκε από το Μακεδονικό στρατό του Φίλιππου Β’. Λίγο πριν την αναμέτρηση με του Μακεδόνες στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ., τα τείχη ενισχύθηκαν στον οχυρωματικό περίβολο της Ακρόπολης. Εντός των τειχών βρισκόταν όλη η αρχαία πόλη του Πανοπέα και όχι μόνο η Ακρόπολη που βλέπουμε σήμερα. Η αρχαία πόλη εκτεινόταν στην πλαγιά και έφτανε μέχρι το σημερινό Άγιο Βλάσιο.
Αργότερα, το 198 π.Χ., οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και τον Πανοπέα μεταξύ άλλων ελληνικών πόλεων κατά τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου Ε’. Η αρχαία πόλη λεηλατήθηκε από τον Αρχέλαο, τον στρατηγό του μιθριδατικού στρατού το 86 π.Χ. Μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ. που έχουμε τις περιγραφές του Παυσανία, η πόλη είχε πλέον παρακμάσει και αναφέρεται από τον περιηγητή ως ταπεινός συνοικισμός.
Υπάρχουν αρκετές αναφορές από αρχαίους συγγραφείς για τον Πανοπέα. Πέρα από τον Παυσανία, για την πόλη αυτή μας έχουν δώσει στοιχεία ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Πλούταρχος και ο Στράβων, ενώ άλλοι όπως ο Θουκιδίδης και ο Πολύβιος αναφέρονται σε αυτήν με την ονομασία Φατονεύς, Φατόνεια ή Πανόπη. Τα στοιχεία που μας δίνουν δεν είναι μόνο ιστορικά, αλλά και αγγίζουν και τα όρια των μύθων.
οὗτοι μὲν δὴ τῶν βαρβάρων ταύτῃ ἐτράποντο, ἄλλοι δὲ αὐτῶν ἡγεμόνας ἔχοντες ὁρμέατο ἐπὶ τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Δελφοῖσι, ἐν δεξιῇ τὸν Παρνησὸν ἀπέργοντες. ὅσα δὲ καὶ οὗτοι ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον· καὶ γὰρ τῶν Πανοπέων τὴν πόλιν ἐνέπρησαν καὶ Δαυλίων καὶ Αἰολιδέων
Ηρόδοτος, Ιστορίαι
Υπήρχαν τρεις πύλες για την είσοδο στην Ακρόπολη, μία στη νότια πλευρά, μία στη βόρεια και μία στη δυτική πλευρά του λόφου. Οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι η τελευταία ήταν η βασική πύλη, καθώς οδηγεί σε κεντρικούς οδικούς άξονες αλλά και στα νεκροταφεία της πόλης στις απέναντι πλαγιές. Το μεγαλύτερο σωζόμενο ύψος των τειχών ανέρχεται στα 7,5 μέτρα και το πάχος στα 2,5, με δύο εξωτερικούς τοίχους και γεμίσματα από μικρότερους λίθους και λατύπη.
Πανοπέας και γίγαντας Τιτυός: Πού τελειώνει η ιστορία και πού ξεκινά ο μύθος;
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρυτής της πόλης ήταν ο Πανοπέας, γιος του Φώκου, του γενάρχη των Φωκέων και της Αστεροπίας. Ο ίδιος ήταν ένας από τους κυνηγούς του Καλυδώνιου Κάπρου, ενώ συμμετείχε και στην εκστρατεία του Αμφιτρύωνα κατά των Τηλεβόων (ή Ταφίων). Αν θέλετε να εμβαθύνουμε σε κάποιους από τους μύθους που αναφέρουμε, επικοινωνείτε μαζί μου στο: ioanna@myalchemies.com ή στέλνετε απευθείας το μήνυμά σας στο messenger της σελίδας.
Εμφανίζεται, λοιπόν, αρκετά δραστήριος ο Πανοπέας και γι’ αυτό μου κάνει μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι δεν γνώριζα κάτι γι’ αυτόν πριν ψάξω να βρω την ομώνυμη Ακρόπολη.
Αὐτὰρ Φωκήων Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον
υἷες Ἰφίτου μεγαθύμου Ναυβολίδαο,
οἳ Κυπάρισσον ἔχον Πυθῶνά τε πετρήεσσαν
Κρῖσάν τε ζαθέην καὶ Δαυλίδα καὶ Πανοπῆα
Όμηρος, Ιλιάδα (Β. 517)
Τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια, αναφέρεται ο Επειός, ο γιος του Πανοπέα ως ο κατασκευαστής του Δούρειου Ίππου, μαζί με την θεά Αθηνά.
ἀλλ᾿ ἄγε δὴ μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον
δουρατέου, τὸν Ἐπειὸς ἐποίησεν σὺν Ἀθήνῃ,
ὅν ποτ᾿ ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεὺςἀνδρῶν ἐμπλήσας οἵ ῥ᾿ Ἴλιον ἐξαλάπαξαν.
Όμηρος, Οδύσσεια (θ. 492)
Μία ακόμη ενδιαφέρουσα αναφορά που βρίσκουμε στην Οδύσσεια, αφορά τον γίγαντα Τιτυό. Όταν ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να βρει τον μάντη Τειρεσία, είδε πολλούς στον κόσμο των νεκρών που ύστερα μνημονεύει:
«καὶ Τιτυὸν εἶδον, Γαίης ἐρικυδέος υἱόν,
κείμενον ἐν δαπέδῳ: ὁ δ᾿ ἐπ᾿ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα,
γῦπε δέ μιν ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον,
δέρτρον ἔσω δύνοντες, ὁ δ᾿ οὐκ ἀπαμύνετο χερσί:Λητὼ γὰρ ἕλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν,
Πυθώδ᾿ ἐρχομένην διὰ καλλιχόρου Πανοπῆος.Όμηρος, Οδύσσεια (λ. 575-580)
Μετάφραση:
Το γιο της Γης της πολυδόξαστης, τον Τιτυό, είδα ακόμα,
στρέμματα εννιά να πιάνει, ως βρίσκουνταν στο χώμα ξαπλωμένος’
δεξόζερβα δυο αγιούπες έστεκαν και του ‘τρωγαν το σκώτι
μεσ᾿ απ᾿ τη σκέπη, κι ουδέ σάλευε τα χέρια να τους διώξει’τι ως διάβαινε η Λητώ, η συγκόρμισσα του Δία, τον Πανοπέα
για τους Δελφούς τραβώντας, πάνω της χέρι είχε απλώσει εκείνος.
Η αρχαία πόλη του Πανοπέα, πέρα από τη σημαντική θέση που κατείχε για την εποπτεία του κάμπου και των εμπορικών δρόμων, αποτελούσε και πέρασμα για τους Δελφούς. Όταν η Λητώ, η μητέρα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος περνούσε από τον Πανοπέα για να πάει στους Δελφούς, ο γίγαντας προσπάθησε να την βιάσει. Η Λητώ κάλεσε για βοήθεια και αμέσως τα παιδιά της έσπευσαν στο πλευρό της. Αρχικά, επιτέθηκαν στον γίγαντα με τα βέλη τους και ύστερα τον σκότωσαν με ένα χρυσό ξίφος.
Κατ’ άλλη εκδοχή του μύθου, ο Τιτυός σκοτώθηκε από κεραυνό που του έριξε ο Δίας. Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι η Άρτεμις ήταν αυτή που σκότωσε τον γίγαντα με μία γοργή σαΐτα απ’ τη φαρέτρα της, για να μάθει να μην κυνηγάει κανείς έρωτες που δεν είναι στη δύναμή τους.
«[…]καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν,
ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον,
ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτά-
των ἐπιψαύειν ἔραται.»Πίνδαρος, Πυθιονίκαις (4.90-93)
Ο Απολλόδωρος συμφωνεί με την εκδοχή του Απολλώνιου του Ρόδιου, και του Στράβωνα, δίνοντάς μας πληροφορίες τόσο για τη δράση του Τιτυού όσο και για την τιμωρία του, η οποία όπως είδαμε πιο πριν, αναφέρεται και από τον Όμηρο.
κτείνει δὲ μετ’ οὐ πολὺ καὶ Τιτυόν, ὃς ἦν Διὸς υἱὸς καὶ τῆς Ὀρχομενοῦ θυγατρὸς Ἐλάρης, ἣν Ζεύς, ἐπειδὴ συνῆλθε, δείσας Ἥραν ὑπὸ γῆν ἔκρυψε, καὶ τὸν κυοφορηθέντα παῖδα Τιτυὸν ὑπερμεγέθη εἰς φῶς ἀνήγαγεν. οὗτος ἐρχομένην εἰς Πυθὼ Λητὼ θεωρήσας, πόθῳ κατασχεθεὶς ἐπισπᾶται· ἡ δὲ τοὺς παῖδας ἐπικαλεῖται καὶ κατατοξεύουσιν αὐτόν. κολάζεται δὲ καὶ μετὰ θάνατον· γῦπες γὰρ αὐτοῦ τὴν καρδίαν ἐν ῞Αιδου ἐσθίουσιν.
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη (Α 4.1)
Πιθανολογείται ότι το όνομα του γίγαντα προέρχεται από τη λέξη τίσις, και νοείται εδώ “αυτός που υπομένει την τιμωρία”. Η τιμωρία του Τιτυού με τους γύπες να του τρώνε αιωνίως το συκώτι και αυτό να αναγεννάται και να το ξανατρώνε, ή την καρδιά κατά τον Απολλόδωρο, είναι ταυτόσημη της τιμωρίας του Προμηθέα. Αυτό μας δείχνει το μέγεθος της εγκληματικής πράξης του γίγαντα, για την οποία έπρεπε να υπομένει μία ατελείωτη και επίπονη τιμωρία.
Το μέγεθος του Τιτυού, αναφέρεται στην Οδύσσεια ως 9 στρέμματα, με τον γίγαντα ξαπλωμένο να υφίσταται την καταδίκη του χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. Το πλέθρο, όπως αναφέρεται και το μεταφράζουμε ως στρέμμα, ήταν περίπου 30 μέτρα. Συνεπώς, το ύψος του γίγαντα ανερχόταν στα 270 μέτρα περίπου. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο τάφος του Τιτυού βρισκόταν στο ύψωμα στη νότια πλευρά.
Ο Παυσανίας στα Φωκικά αναφέρει:
Πανοπεῦσι δέ ἐστιν ἐπὶ τῇ ὁδῷ πλίνθου τε ὠμῆς οἴκημα οὐ μέγα καὶ ἐν αὐτῷ λίθου τοῦ Πεντελῆσιν ἄγαλμα, ὃν Ἀσκληπιόν, οἱ δὲ Προμηθέα εἶναί φασι: καὶ παρέχονταί γε τοῦ λόγου μαρτύρια. λίθοι κεῖνταί σφισιν ἐπὶ τῇ χαράδρᾳ, μέγεθος μὲν ἑκάτερος ὡς φόρτον ἀποχρῶντα ἁμάξης εἶναι, χρῶμα δέ ἐστι πηλοῦ σφισιν, οὐ γεώδους ἀλλ’ οἷος ἂν χαράδρας γένοιτο ἢ χειμάρρου ψαμμώδους, παρέχονται δὲ καὶ ὀσμὴν ἐγγύτατα χρωτὶ ἀνθρώπου: ταῦτα ἔτι λείπεσθαι τοῦ πηλοῦ λέγουσιν ἐξ οὗ καὶ ἅπαν ὑπὸ τοῦ Προμηθέως τὸ γένος πλασθῆναι τῶν ἀνθρώπων.
ἐνταῦθα ἐπὶ τῇ χαράδρᾳ καὶ Τιτυοῦ μνῆμά ἐστι: περίοδος μὲν τοῦ χώματος τρίτον μάλιστά που σταδίου, τὸ δὲ ἔπος τὸ ἐν Ὀδυσσείᾳ κείμενον ἐν δαπέδῳ: ὁ δ᾿ ἐπ’ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα οὐκ ἐπὶ μεγέθει πεποιῆσθαι τοῦ Τιτυοῦ φασιν, ἀλλ’ ἔνθα ὁ Τιτυὸς ἐτέθη, Πλέθρα ἐννέα εἶναι τῷ χωρίῳ.
Αναφέρεται λοιπόν στον τάφο του γίγαντα Τιτυού, για τον οποίο μας πληροφορεί ότι βρίσκεται σε μία χαράδρα του Πανοπέα. Κάτι ακόμα που αναφέρει ο περιηγητής, είναι ότι εκεί υπάρχουν λίθοι από τον πηλό με τον οποίο ο Προμηθέας έπλασε ανθρώπους και γι’ αυτό έχουν ανθρώπινη οσμή.
Αφήνοντας πίσω μας τα του Τιτυού, ας δούμε έναν ακόμη μύθο που σχετίζεται με τον Πανοπέα. Λέγεται, λοιπόν, ότι ο Πανοπέας είχε μία κόρη, την Αίγλη, την οποία είχε ερωτευτεί ο βασιλιάς της Οίτης. Τελικά όμως, μια θεϊκή εντολή αναγκάζει τον Θησέα να εγκαταλείψει την Αριάδνη στη Νάξο και να παντρευτεί την Αίγλη.
Θα χαρώ να λάβω μηνύματά σας με σχόλια, παρατηρήσεις και πληροφορίες επί του θέματος. Στέλνετε τα email σας στο: ioanna@myalchemies.com ή ένα μήνυμα στο messenger της σελίδας.