Όποιος ταξιδέψει στη Ρουμανία, κατά 99% θα επισκεφθεί αυτά τα τρία μέρη: το παλάτι του Νικολάι Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι, το θερινό ανάκτορο στη Sinaia και το κάστρο του Κόμη Δράκουλα στο Bran. Κάθε ένα έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία, αλλά το κάστρο στο Bran γοητεύει πάντα τους επισκέπτες καθώς ένα πέπλο μυστηρίου και θρύλων το σκεπάζει. Σήμερα θα κάνουμε μαζί μία εξερεύνηση στο περίφημο αυτό κάστρο και θα διαχωρίσουμε το μύθο από την πραγματική ιστορία!
Ποιος είναι ο Κόμης Δράκουλας;
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Bram Stoker, στη νουβέλα του “Dracula” που κυκλοφόρησε στην Αγγλία το 1897, παρουσιάζει για πρώτη φορά στο κοινό τη μορφή του Κόμη Δράκουλα. Πρόκειται για έναν αιωνόβιο βρικόλακα και μάγο, με ευγενική καταγωγή, οποίος ζει στην Τρανσυλβανία και ισχυρίζεται ότι είναι απόγονος του Αττίλα του Ούνου. Κατοικεί σε ένα κάστρο που βρίσκεται σε αποσύνθεση στα Καρπάθια Όρη.
Η αλήθεια είναι ότι ο Bram Stoker δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Ρουμανία αλλά εμπνεύστηκε το κάστρο του ήρωά του από περιγραφές και χαρακτικά του κάστρου Bran που ήταν γνωστά εκείνη την εποχή. Ο φανταστικός χαρακτήρας του βιβλίου, συχνά συγχέεται με ένα ιστορικό πρόσωπο, με τον Vlad Tepes, γνωστό και ως Vlad Dracul, πρίγκιπα της Βλαχίας με κάστρο στο ομώνυμο Πριγκιπάτο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομα Δράκουλας δεν χρησιμοποιήθηκε από τον συγγραφέα για να σκορπίσει τον τρόμο στους αναγνώστες του. Προέρχεται από το Τάγμα των Σταυροφόρων του Δράκου με το οποίο είχε συνδεθεί ο Vlad Tepes και ο πατέρας του. Ο υπόλοιπος μύθος που πλέκεται μέσα στο μυθιστόρημα, στηρίζεται σε γνωστούς θρύλους για βρικόλακες και φαντάσματα που επικρατούν σε όλη την Τρανσυλβανία.
Τοπικοί θρύλοι στους οποίους βασίστηκε ο Κόμης Δράκουλας του Bram Stoker
Στα χωριά κοντά στο Bran της Τρανσυλβανίας, υπάρχουν διάφοροι μύθοι και θρύλοι που συνδέονται με κακά πνεύματα και στοιχειά. Η κοινή πεποίθηση μέσα σε όλα αυτά είναι κάποια διαμονικά φαντάσματα, που κινούνται ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών.
Λέγεται, λοιπόν, ότι ορισμένοι άνθρωποι, οι “στρίγγοι” ή “στερέγοι”, ενώ ζουν μία κανονική ζωή την ημέρα, τη νύχτα οι ψυχές τους εγκαταλείπουν το σώμα και στοιχειώνουν το χωριό βασανίζοντας τους κατοίκους στον ύπνο τους. Αυτά τα πνεύματα, τριγυρνούν και στοιχειώνουν από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρώτο λάλημα του πετεινού. Έχουν τη δύναμή τους όταν υπάρχει απόλυτο σκοτάδι, ενώ με το πρώτο φως της μέρας, εξασθενούν.
Ο Stoker γράφει:
«Οι νεκροί [δηλαδή, φαντάσματα, βρικόλακες] υποφέρουν από την κατάρα της αθανασίας, περνούν από τη μια περίοδο στην άλλη, πολλαπλασιάζοντας τα θύματά τους, αυξάνοντας το κακό στον κόσμο…»
Ο χαρακτήρας του Δράκουλα, λοιπόν, προέρχεται από αυτούς τους τοπικούς μύθους.
Ο Vlad Tepes και το Τάγμα του Δράκου
Αναφέραμε και πιο πάνω ότι ο φανταστικός χαρακτήρας του Κόμη Δράκουλα συγχέεται συχνά με τον ηγεμόνα της Βλαχίας, Vlad Tepes. Ο Vlad συμμετείχε σε πολλές εκστρατείες εναντίον των Γερμανών εμπόρων του Brasov, οι οποίοι δεν τηρούσαν τις εντολές του για τις συναλλαγές στις αγορές της Βλαχίας. Το πέρασμα στη Βλαχία γινόταν μέσω του Bran, το οποίο συνδέεται με την πρωτεύουσα του Vlad Tepes, Targoviste. Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι τα αρχικά τελωνεία που εισέπρατταν τους φόρους από τους εμπόρους που εισέρχονταν στην Τρανσυλβανία βρίσκονται ακόμα στη βάση του κάστρου του Bran.
Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να μας πληροφορούν για το αν ο Vlad Tepes κατέλαβε ποτέ αυτό το κάστρο και αν έζησε ποτέ εκεί. Τα διασωθέντα έγραφα που σχετίζονται με το κάστρο αναφέρονται κυρίως σε οικονομικά στοιχεία, σε έσοδα και δαπάνες της περιοχής του φρουρίου, ενώ ελάχιστη αναφορά γίνεται σε πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα. Οι σχέσεις του Vlad με τους τοπικούς άρχοντες δεν ήταν ιδιαίτερα εγκάρδιες, καθώς ως εκπρόσωποι της Ακρόπολης του Brasov ήταν εχθρικοί προς αυτόν.
O Vlad Tepes γεννήθηκε το 1431 στην Τρανσυλβανία και ήταν απόγονος μίας σειράς ηγεμόνων. Λίγο πριν γεννηθεί, ο πατέρας του έγινε μέλος μυστικού Τάγματος του Δράκου, μίας σέκτας Ευρωπαίων ηγετών που ορκίζονταν να υπερασπιστούν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενάντια σε όποιον την επιβουλεύεται.Έτσι, ο πατέρας του Basarab έλαβε το προσωνύμιο Dragon, το οποίο στα Ρουμάνικα μεταφράζεται ως Dracul. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα Ρουμανικά για τον διάβολο.
Εκείνη την περίοδο, οι Τούρκοι έκαναν μαζικές επιδρομές στα νότια σύνορα της επικράτειας και ο Dracul, ο πατέρας του Vlad, δεν είχε αρκετή δύναμη για να τους σταματήσει. Έτσι, συνέχισε να πληρώνει στους Τούρκους τον φόρο των 10.000 χρυσών δουκάτων ετησίως. Για να αποδείξει την αφοσίωσή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναγκάστηκε να συνοδεύσει τον Μουράτ Β’ σε μία από τις επιδρομές του στην Τρανσυλβανία, όπου οι Τούρκοι κατέστρεψαν πολλά χωριά και συνέλλαβαν 70.000 αιχμαλώτους.
Ύστερα από όλα αυτά, ο Dracul βρέθηκε ανάμεσα στον Μουράτ Β’ και τον Γιάνο Χουνιάντι (Janos Hunyadi), τον ισχυρό Ούγγρο πολέμαρχο και εχθρό των Τούρκων. Ο Χουνιάντι σχεδίασε μία σταυροφορία το 1441, για να εκδιώξει τους Τούρκους από την Βουλγαρία και την Σερβία και κάλεσε τον Dracul να τιμήσει τον όρκο του στο Τάγμα και να συμμετάσχει σε αυτό, αλά έλαβε αρνητική απάντηση. Ο Dracul προσπάθησε να μείνει ουδέτερος, γεγονός που εξόργισε και τις δύο πλευρές.
Τότε, ο σουλτάνος τον κάλεσε για να συζητήσουν την πίστη του και αυτός πήγε εκεί μαζί με τους δύο γιους του, Vlad και Radu. Κατά την άφιξή τους, φυλακίστηκαν και οι τρεις από τον σουλτάνο. Ύστερα από έναν χρόνο αιχμαλωσίας και αφού ορκίστηκε ο Dracul και στη Βίβλο και στο Κοράνι ότι δεν θα συμμετάσχει σε κανέναν πόλεμο εναντίον του σουλτάνου αφέθηκε ελεύθερος. Τα παιδιά του έμειναν φυλακισμένα ως εγγύηση ότι θα κρατήσει το λόγο του. Αυτή η εμπειρία ήταν που διαμόρφωσε τον μετέπειτα αιμοδιψή Vlad.
Τα δύο αδέρφια υπέμειναν σκληρή πειθαρχία και επιτήρηση για πολλά χρόνια. Εντάχθηκαν στο σώμα των Γενίτσαρων και εκπαιδεύτηκαν ανάλογα ως επίλεκτοι πολεμιστές του σουλτάνου. Το 1444, όταν ο πατέρας τους προσπάθησε να μείνει αμέτοχος σε μία ακόμη σταυροφορία, στέλνοντας μόνο τον μεγάλο του γιο στο σώμα του Χουνιάντι, ο σουλτάνος φυλάκισε ξανά τον Vlad.
Η άνοδος του Δράκουλα Vlad και το τέλος του
Από το κελί του, έβλεπε τον βάρβαρο τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι βασάνιζαν και σκότωναν τους εχθρούς τους, με χώνευση μέσω του ορθού, κοινώς γνωστό ως: παλούκωμα. Εξού και η μετέπειτα ονομασία του σε Vlad ο Παλουκωτής. Το 1447, ο Dracul αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε, ενώ ο μεγαλύτερος γιος του Mircea βασανίστηκε και θάφτηκε ζωντανός. Ύστερα από αυτό, ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία του 17χρονος Vlad, ο οποίος κληρονόμησε τον όρκο που έδωσε ο πατέρας του στο Τάγμα του Δράκου καθώς και το όνομά του, Dracul.
Κάπου εδώ ξεκινάει η γέννηση του μύθου του Vlad του Δράκουλα. Ο Vlad επανέκτησε το θρόνο του πατέρα του το 1456 και πολύ σύντομα στράφηκε ενάντια σε όσους θανάτωσαν τον πατέρα και τον αδερφό του. Η δίψα για εκδίκηση και η αναγκαιότητα εδραίωσης της κυριαρχίας του, τον οδήγησαν σε πολύ αιματηρά εγκλήματα. Για αρχή, κάλεσε 200 ευγενείς σε ένα φαινομενικό δείπνο διαπραγμάτευσης. Στο τέλος του δείπνου όμως, τους έσυραν όλους μέχρι τα ερείπια του Κάστρου του Δράκουλα και τους έβαλαν να ανοικοδομήσουν το κάστρο. Όσοι ήταν πολύ γέροι ή αδύναμοι, βρήκαν επί τόπου βίαιο θάνατο με παλούκωμα.
Οι μέθοδοι εκτέλεσης του Δράκουλα ήταν όντως διαβολικές, όπως υποδηλώνει και το παρατσούκλι του. Μερικές ακόμη από τις μεθόδους του αφορούν τη σύνθλιψη των ανθρώπων κάτω από τις ρόδες κάρων, γδάρσιμο όλου του δέρματος, ψήσιμο πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, μέχρι και βράσιμο των ζωντανών μέχρι θανάτου.
Οι περιπέτειες του Δράκουλα ήταν πολλές. Έχασε ξανά την εξουσία του και αιχμαλωτίστηκε για 12 χρόνια ενώ ύστερα από αυτό κατάφερε να ανέβει και πάλι στο θρόνο του πατέρα του. Η τελευταία “βασιλεία” του ήταν σύντομη, καθώς δύο μήνες αργότερα, το αποκεφαλισμένο σώμα του βρέθηκε στους αγρούς. Κανείς δεν γνωρίζει πώς ακριβώς πέθανε ο Δράκουλας και από ποιον. Η αλήθεια είναι ότι είχε πάρα πολλούς εχθρούς, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών εμπόρων, Ορθόδοξων ιερέων, διεκδικητών του θρόνου καθώς επίσης και τον Τούρκο σουλτάνο, τους ευγενείς της Βλαχίας και πολλούς ακόμη.
Η γέννηση των θρύλων του Κάστρου του Κόμη Δράκουλα
Όποιος και να σκότωσε τον Vlad, σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να σκοτώσει και τη φήμη που τον ακολουθούσε. Όσο περισσότερο διαδίδονταν οι βαρβαρότητές του, τόσο περισσότερο εδραιώνονταν η σύνδεσή του με δαίμονες και βρικόλακες. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ο Νικολάι Τσαουσέσκου, προσπαθώντας να τονώσει τον Ρουμανικό εθνικισμό, διέταξε μία νέα έρευνα της ζωής του Δράκουλα.
Η προπαγάνδα που έστησε, απεικόνιζε τον Δράκουλα ως ήρωα. Μάλιστα, στήθηκαν αγάλματά του σε όλη τη χώρα και άρχισαν να τον απεικονίζουν και σε γραμματόσημα. Το μυθιστόρημα του Stoker και διάφορες ταινίες που κυκλοφόρησαν αργότερα, θεωρήθηκαν ως αντιρουμανική προπαγάνδα από τον Τσαουσέσκου και καταδικάστηκαν.
Η πραγματική ιστορία του κάστρου του Bran, που ταυτίστηκε με το Κάστρο του Δράκουλα
Το 1211, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Andrew II, δώρισε μία έκτασης γης στην Τρανσυλβανία στους Τεύτονες Ιππότες, με σκοπό να προστατεύουν τα νοτιανατολικά σύνορα της περιοχής. Οι Τεύτονες Ιππότες ήταν ε΄να καθολικό τάγμα που σχηματίστηκε στην Παλαιστίνη στα τέλη του 12ου αιώνα από Γερμανούς Σταυροφόρους. Το 1226, έχτισαν ένα φρούριο στο Bran, ονομασία που στα Σλάβικα σημαίνει “Πύλη”, ενώ λίγους μήνες αργότερα εκδιώχτηκαν από εκεί.
Το 1377 ο Ούγγρος βασιλιάς Louis the Great (Louis I του Anjou), έδωσε στους κατοίκους του Brasov το προνόμιο να χτίσουν κάστρο. Μέχρια τα τέλη του επόμενου χρόνου, η κατασκευή του κάστρου είχε ολοκληρωθεί. Ο κύριος του κάστρου εκλεγόταν από τον βασιλιά, συνήθως η επιλογή γινόταν ανάμεσα σε Σάξονες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του κάστρου ήταν κυρίως επαγγελματίες στρατιώτες.
Ο ρόλος του κάστρου ήταν διπλός. Αφενός, εξυπηρετούσε ως τελωνείο γιατί βρισκόταν σε πέρασμα, κρατώντας φόρο 3% επί των εμπορευμάτων που περνούσαν. Αφετέρου, ως το ανατολικό σύνορο της Τρανσυλβανίας, προσπαθούσε να ανακόψει την πορεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1448 που ξεκίνησε η πρώτη βασιλεία του Vlad Tepes στην περιοχή, συμμάχησε με το Bran και το Brasov, καθώς οι Πρίγκιπες της Τρανσυλβανίας του ζήτησαν να χειριστεί την αντι-οθωμανική αντίσταση στα σύνορα. Κατά τη δεύτερη βασιλεία του (1456 – 1462), ωστόσο, ο στρατός του πέρασε από το Bran στις αρχές του 1459 για να επιτεθεί στο Brasov, προκειμένου να διευθετήσει μια σύγκρουση μεταξύ του Βοεβόδα της Βλαχίας και των Σαξόνων. Τότε, έκαψε τα προάστια της πόλης και δολοφόνησε εκατοντάδες Σάξονες από την Τρανσυλβανία, προκαλώντας τη σαξονική κοινότητα να εκδικηθεί.
Όπως αναφέραμε και πιο πριν, δεν υπάρχουν καταγραφές ότι ο Vlad κατοίκησε ποτέ στο κάστρο του Bran, παρά τους μύθους και τους θρύλους που το υποστηρίζουν. Το κάστρο, αργότερα, το εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά οι κάτοικοι του Brasov μέχρι το 1651 που πωλήθηκε στον George II Rackoczi.
Το κάστρο δέχτηκε πολλές καταστροφές τόσο από στρατιωτικές επιχειρήσεις, όσο και από ατυχήματα και καιρικά φαινόμενα. Πραγματοποιήθηκε σε αυτό μία σημαντική ανακαίνιση, κατά την περίοδο της βασιλείας του Gabriel Bethlen (1613 – 1629). Επίσης, πολλές εργασίες ανακαίνισης έλαβαν χώρα γύρω στο 1886, για να επισκευαστούν οι ζημιές που προκλήθηκαν κατά την Επανάσταση του 1848 και κατά τον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877. Ωστόσο, ήδη από το 1836, το κάστρο είχε χάσει τη στρατιωτική και εμπορική σημασία του.
Το 1920, οι πολίτες του Brasov αποφάσισαν να δώσουν το κάστρο στην βασίλισσα Μαρία της Ρουμανίας, η οποία ήταν ιδιαίτερα αγαπητή σε όλους. Η ίδια φρόντισε την ανακαίνισή του και το μετέτρεψε σε κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Το κάστρο εγκαταλείφθηκε από τη βασιλική οικογένεια, την πριγκίπισσα Ileana, τον σύζυγό της Αρχιδούκα Anton και τα έξι παιδιά τους λόγω του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Οι νόμιμοι κληρονόμοι του κάστρου παρέλαβαν ξανά την ιδιοκτησία τους μόλις το 2009. Πρόκειται για τον Αρχιδούκα Dominic και τις Αρχιδούκισσες Maria Magdalena και Elisabeth.