Τα Χριστούγεννα είναι η ιδανική περίοδος για ιστορίες μπροστά από το τζάκι! Επίσης, είναι η περίοδος που οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης και κάνουν κάθε είδους σκανταλιά, πειράζοντας τους ανθρώπους. Οι λαϊκές δοξασίες κάνουν εκτενείς αναφορές σε αυτά τα δαιμονικά πλάσματα και τα κατορθώματά τους διαδίδονται πολύ γρήγορα, απ’ άκρη σ’ άκρη! Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τα μυστήρια αυτά όντα, δεν έχετε παρά να διαβάσετε το άρθρο: Καλικάντζαροι: θρύλοι και δοξασίες από όλη την Ελλάδα.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες και διαφορετικά περιστατικά που αναφέρονται σε καλικάντζαρους, ενώ τα περισσότερα σώζονται ως τις μέρες μας με πολλές λεπτομέρειες. Έτσι, θα μεταφερθούμε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου για μια ιστορία που λέγεται ακόμη για να διδάξει κάποιους και να τρομάξει άλλους!
Σε εκείνο το χωριό λοιπόν, ζούσε η οικογένεια του Μπαρμπαγιώργη του Νερόπουλου, όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του. Η οικογένεια αυτή αποτελούνταν από τον ίδιο τον χωρικό, τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά, τον Κωνσταντή και τη Βασίλω. Όλοι τους ζούσαν φτωχικά. Τα πράγματα όμως πραγματικά δυσκόλευε η γκρίνια των δυο γυναικών της οικογένειας που δεν είχε τελειωμό. Έτσι περνούσε η ζωή τους, ώσπου μια μέρα ο Κωνσταντής, δίχως να ρωτήσει κανέναν, στεφανώθηκε την κόρη του παπά της ενορίας τους, τη Μαριγώ.
Για τη μάνα και την αδερφή του Κωνσταντή, αυτό ήταν το μεγαλύτερο κακό που μπορούσε να τους κάνει. Μη μπορώντας να αντιδράσουν φανερά, ξεκίνησαν να μεταχειρίζονται ξόρκια και δαιμονικά, αλλά και να κακοποιούν και να βασανίζουν τη Μαριγώ, κρυφά από τον άντρα της. Την έδερναν και τη χτυπούσαν με τόση μανία, γιατί ήθελαν να τη σκοτώσουν. Η δύστυχη κοπέλα δε φανέρωσε τίποτα στον άντρα της και υπέμενε όλα τα μαρτύρια καρτερικά, περιμένοντας πως πλησίαζε η μέρα που θα τη δολοφονούσαν. Μοναχή της παρηγοριά και ανακούφιση ήταν η αγάπη και η καλή καρδιά του Κωνσταντή.
Κάθε βράδυ, που έπεφταν όλοι να κοιμηθούν, η Μαριγώ καθόταν ώρες ολόκληρες κάτω από το εικόνισμα και προσευχόταν στο Θεό και στην Παναγία να τη γλιτώσουν από το κακό που τη βρήκε. Μα, σαν να μην της έφταναν όλα αυτά τα βάσανα, κάλεσαν τον Κωνσταντή να παρουσιαστεί στο Στρατό. Έτσι, η φτωχή κοπέλα έμεινε ολομόναχη μέσα στη φιδοφωλιά της πεθεράς και της κουνιάδας της.
Η πρώτη τους δουλειά, μόλις έφυγε ο Κωνσταντής, ήταν να την κλειδώσουν μέσα στο υπόγειο, με τις βρωμιές των ζώων, χωρίς φαγητό και νερό και να την αφήσουν εκεί να πεθάνει. Την κλειδαμπάρωσαν και την έβγαλαν εντελώς απ’ το μυαλό τους. Μέχρι την παραμονή των Φώτων…
Η κόρη του παπά κατάφερε να επιβιώσει πίνοντας νερό από τις κότες και τρώγοντας χορταράκια από τα πρόβατα, που ήταν κλεισμένα μαζί της στο ανήλιαγο και τρισάθλιο υπόγειο. Προσευχόταν διαρκώς στην Παναγιά και τον Χριστό να τη λυπηθούν και να τη σώσουν. Έτσι περνούσαν οι ατελείωτες ημέρες της, έως την παραμονή των Φώτων.
Τότε, οι δυο κακές γυναίκες κατέβηκαν στο υπόγειο, είδαν ότι η Μαριγώ εξακολουθούσε να ζει και αποφάσισαν να τη στείλουν στο μύλο, για να αλέσει. Εκεί, όπως πίστευαν οι δύο μέγαιρες, θα την έβρισκαν και θα την έτρωγαν οι Καλικάντζαροι, που βγαίνουν αυτή τη νύχτα και βλάπτουν τους ανθρώπους. Ήταν σίγουρες ότι θα γλίτωναν μια και καλή από τη νύφη τους.
Το βράδυ, λοιπόν, της έδωσαν μια φοράδα, φόρτωσαν στη ράχη του ζώου δύο σάκους άλεσμα κι έδιωξαν τη δύσμοιρη κοπέλα να πάει νυχτιάτικα στον μύλο. Όλο το χωριό, που έβλεπε τη Μαριγώ να φεύγει τέτοια μέρα για το νερόμυλο, πίστευε ότι δε θα την άφηναν οι Καλικάντζαροι να ζήσει. Σαν έφτασε λοιπόν στο μύλο, έριξε το άλεσμα στη μυλόπετρα και άρχισε πάλι να προσεύχεται στον Θεό για τη σωτηρία της. Τα μεσάνυχτα ακριβώς, άκουσε έναν θόρυβο διαβολικό. Η σκεπή του μύλου έφυγε. Η γη έτρεμε. Οι πέτρες κυλούσαν η μια πάνω στην άλλη. Πραγματικά, γινόταν ένας αληθινός χαλασμός κόσμου στην κατασκότεινη ρεματιά.
Οι καλικάντζαροι μπαίνουν στο μύλο και βλέπουν τη Μαριγώ
Ξάφνου, φανερώθηκε ένας μεγάλος Καλικάντζαρος με μια πελώρια ουρά, με τεράστια κέρατα, ένα μάτι τρομερό και όλο του το κορμί ήταν γεμάτο άγριες τρίχες. Ήταν ο αρχηγός των Καλικάντζαρων του μύλου και πίσω του έρχονταν άλλοι έντεκα, πιο ασχημομούρηδες. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν και κουτσός.
Σαν μπήκαν μέσα στο μύλο οι φοβεροί Καλικάντζαροι, από τον αρχηγό έως τον τελευταίο, χαιρέτισαν τη δυστυχισμένη γυναίκα ένας-ένας. Αυτή τους καλησπέρισε ευγενικά και ξεκίνησε να τους καλοπιάνει, τάχα για την ομορφιά τους, μήπως και κατορθώσει να γλιτώσει τον χαμό της. Άρεσαν πάρα πολύ αυτά τα λόγια στους Καλικάντζαρους και άρχισαν τότε να συζητούν μεταξύ τους τι έπρεπε να κάνουν μαζί της. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μια επέμενε να την καταβροχθίσουν, ενώ η άλλη ομάδα πρότεινε να την παντρευτούν. Και αφού καβγάδισαν για ώρα πολλή, αποφάσισαν τελικά να την παντρευτούν! Τη ρώτησαν, όμως, τι προτιμούσε και η ίδια. Και αυτή έσπευσε να τους απαντήσει, για να τους ξεγελάσει:
-Αγαπημένοι μου αντρούληδες, μπορώ και θέλω να σας παντρευτώ, μα για να γίνει τούτος ο γάμος χρειάζονται ένα σωρό πράγματα.
-Τι πράγματα; ρώτησε απορημένος ο αρχηγός των Καλικάντζαρων.
-Δαχτυλίδια, για παράδειγμα, απάντησε πονηρά η Μαριγώ.
Έτρεξαν, λοιπόν και έφεραν δαχτυλίδια, μα πάλι η δύσμοιρη κοπέλα τους έλεγε ένα-ένα τα πράγματα που απαιτούνταν, εκτός από τα δαχτυλίδια, όπως φόρεμα νυφιάτικο, παπούτσια, βραχιόλια, μπαούλα, γλυκά, μαντίλια, σκουλαρίκια, στεφάνια και τόσα άλλα.
Αυτά, φυσικά, τους τα ζητούσε ένα τη φορά, ώστε να περάσει η ώρα, να ξημερώσει, να έρθει ο μυλωνάς κι έτσι, να σωθεί. Κι αφού τελείωσε με τα δικά της χρειαζούμενα, ξεκίνησε να απαριθμεί, πάλι ένα τη φορά, τα δήθεν απαραίτητα για τους γαμπρούς.
Ευτυχώς, ήρθε το πολυπόθητο ξημέρωμα και μαζί του εμφανίστηκε ο ευλογημένος μυλωνάς. Εκείνη την ώρα είδε μέσα στον μύλο τη Μαριγώ με τον κουτσό Καλικάντζαρο. Άναψε αμέσως μια μεγάλη, τριζάτη φωτιά και τον έδιωξε κακήν κακώς. Σε λίγο, επέστρεψαν και οι υπόλοιποι Καλικάντζαροι, οι οποίοι είχαν πάει να ντυθούν γαμπροί. Μόλις αντίκρισαν τον μυλωνά και την πελώρια φωτιά στον μύλο, έφυγαν τρέχοντας, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους.
Έτσι, γλίτωσε η δυστυχισμένη Μαριγώ και επέστρεψε στο χωριό της με τη φοράδα φορτωμένη αλεύρι και τόσα πολλά άλλα πράγματα νυφιάτικα, που ούτε τα χωρούσε ο λογισμός των φτωχών συγχωριανών της. Αυτό μαλάκωσε ακόμα και τη γκρίνια της πεθεράς και της κουνιάδας της. Έτσι, τη δέχτηκαν επιτέλους στην οικογένεια και μπόρεσε η Μαριγώ να ζήσει ευτυχισμένες μέρες με τον Κωνσταντή!