Η Χαιρώνεια βρίσκεται στο κύριο πέρασμα από τη Φωκίδα στη βορειότερη Ελλάδα καθώς και προς τη Βοιωτία και την Αττική. Ο Λέων της Χαιρώνειας, το περίφημο μνημείο που βρίσκεται στην κεντρική αρτηρία, σχεδόν δίπλα από το μουσείο, αποτελεί σημείο αναφοράς της περιοχής και μαρτυρεί μία πτυχή της ιστορίας του τόπου. Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που έλαβαν χώρα εδώ, και πιο συγκεκριμένα στη μικρή πεδιάδα μεταξύ των υπωρειών του Θουρίου και του Κηφισού, είναι η μάχη του 338 π.Χ., με την οποία εδραιώθηκε η κυριαρχία του Φιλίππου στην νότια Ελλάδα.
Η μάχη της Χαιρώνειας
Κοντά στο ρέμα του Αίμονα, ανατολικά της Χαιρώνειας, στα ριζά του Θουρίου είχαν παραταχθεί οι Αθηναίοι, με το Φίλιππο απέναντί τους. Οι Θηβαίοι είχαν παραταχθεί στην πεδιάδα προς τον Κηφισό, έχοντας αντίκρι τους τον Αλέξανδρο. Έτσι, οι δύο πάλαι ποτέ εχθροί, Αθηναίοι και Θηβαίοι, συμμάχησαν για να αντιμετωπίσουν την επέλαση των Μακεδόνων, με πρωτοβουλία του ρήτορα Δημοσθένη.
Στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ., οι Μακεδόνες παρέταξαν 30,000 πεζούς και 2,000 ιππείς, ενώ οι σύμμαχοι 30,000 άνδρες και 500 ιππείς. Ο Μακεδονικός στρατός, με επικεφαλής τον Φίλιππο, υπερτερούσε σε συνοχή και πολεμική εμπειρία. Άξιοι ηγήτορες ήταν επίσης ο Αλέξανδρος, ο Αντίπατρος και ο Παρμενίων. Στον αντίποδα, οι στρατηγοί των συμμάχων είχαν μικρή πείρα στον πόλεμο. Επικεφαλής των Θηβαίων ήταν ο Θεαγένης, ενώ των Αθηναίων, οι στρατηγοί Στρατοκλής, Χάρης και Λυσικλής. Το δυνατό σημείο των συμμάχων αποτελούσαν οι επίλεκτοι Θηβαίοι του Ιερού Λόχου.
Ο Αλέξανδρος, ως επικαφαλής του Ιππικού, αντιμετώπισε τους Θηβαίους, ενώ ο Φίλιππος τους Αθηναίους. Η επιθετική τακτική του Αλέξανδρου έφερε αποτελέσματα όταν κατάφερε να εξολοθρεύσει τους Ιερολοχίτες. Ο Φίλιππος, αρχικά, τηρούσε αμυντική στάση με τους Αθηναίους και η μάχη κρίθηκε στη συνδρομή του Αλέξανδρου που πλευροκόπησε τους Αθηναίους, μετά την επικράτησή τους επί των Θηβαίων. Οι Αθηναίοι βάλλονταν, έτσι, από δύο σημεία και υποχώρησαν. Έχασαν 1,000 άνδρες ενώ 2,000 αιχμαλωτίστηκαν. Ανάλογες ήταν και οι απώλειες των Θηβαίων.
Μετά τη μάχη, η αντιμετώπιση προς τους ηττημένους ήταν διαφορετική. Ο Φίλιππος ελευθέρωσε τους Αθηναίους αιχμαλώτους και δεν προχώρησε στην κατάκτηση της πόλη τους. Ωστόσο, απαίτησε να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του. Αντίθετα, οι Θηβαίοι αντιμετωπίστηκαν με σκληρότητα. Ο Φίλιππος θανάτωσε ή εξανδραπόδισε τους πολιτικούς του αντιπάλους και επανέφερε τους εξόριστους φίλους του. Οι Θηβαίοι, ύστερα από τη βαριά ήττα που υπέστησαν, έθαψαν τους γενναίους Ιερολοχίτες σε έναν κοινό τάφο και έστησαν το μνημείο με τον περίφημο Λέοντα προς τιμήν τους.
Ο Λέων της Χαιρώνειας στο πέρασμα του χρόνου
Στις θέσεις που κατείχαν οι αντίπαλοι της μάχης, έγιναν τα δύο πολυάνδρια. Το σημείο που ετάφησαν οι Μακεδόνες εντοπίστηκε και ανασκάφηκε από τον έφορο αρχαιοτήτων Σωτηριάδη το 1902-1903 σε απόσταση τριών χιλιομέτρων ανατολικά της Χαιρώνειας. Πρόκειται για έναν τύμβο ύψους επτά μέτρων. Στο σημείο ταφής των πεσόντων Θηβαίων Ιερολοχιτών υψώθηκε ένα κολοσσιαίο πέτρινο Λιοντάρι με στραμμένο το βλέμμα του στον Μακεδονικό τύμβο.
Το Λιοντάρι στην αρχαιότητα είχε συναρμολογηθεί από πέντε κομμάτια. Κατά το πέρασμα των αιώνων το βάθρο του γλυπτού σωριάστηκε και κομματιάστηκε. Πιθανές αιτίες αυτού, κάποια υποχώρηση του εδάφους ή σεισμός ή λόγω της κακής ποιότητα της πέτρας από την οποία κατασκευάστηκε.
Στα 1809 ο Βύρωνας κατεβαίνοντας από τα Ιωάννινα βρήκε τον Λέοντα κομματιασμένο και μισοχωμένο. Το 1813 ο ‘Αγγλος Crawford με πρόχειρη ανασκαφή, αποκάλυψε το κεφάλι του και μερικά κομμάτια, αλλά τα ξανασκέπασε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος για να περισώσει τα σκορπισμένα κομμάτια και να τα συναρμολογήσει τα ξέθαψε και αυτός το 1819. O Λέων, ζητήθηκε από τον Σουλτάνο για την Πόλη και από τον Αλή για τα Γιάννενα, ωστόσο και οι δύο παραιτήθηκαν από το εγχείρημα λόγω της δυσκολίας της μεταφοράς του.
Από το 1834 είχε προγραμματιστεί η αναστήλωσή του αλλά ματαιώθηκε λόγω έλλειψης πόρων. Το 1879 ο χώρος ανασκάφηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Βρέθηκαν 254 σκελετοί θαμμένοι σε επτά σειρές του περιβόλου. Το 1902 ξεκίνησε από τον Φυτάλη και του γλύπτη Λ. Σώχο και με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας η αναστήλωση του μνημείου. Κατασκευάστηκε ένα βάθρο ύψους 3μ., συναρμολογήθηκαν τα κομμάτια και οι ελλείψεις συμπληρώθηκαν από πέτρες του Ξηριά της Λιβαδειάς. Τέλος, το 1998-2000 πραγματοποιήθηκε από την Θ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών αρχαιοτήτων Θηβών σε συνεργασία με το Κέντρο Λίθου του Υπουργείου Πολιτισμού συντήρηση του μνημείου (επιφανειακός καθαρισμός και αντικατάσταση των κονιαμάτων).