Ο νομός Βοιωτίας αποτελεί αγαπημένο προορισμό για τις εξερευνήσεις μου, καθώς κάθε φορά θα βρω και κάτι που δεν έχω ξαναδεί! Πολλοί αρχαιολογικοί χώροι, ακροπόλεις, ξεχασμένοι ναοί και μνημεία περιμένουν να τα επισκεφθούμε και να τα γνωρίσουμε. Έτσι, λοιπόν, ο σημερινός μας προορισμός είναι το μαντείο και το ιερό του Πτώου Απόλλωνος, στο Πτώον όρος.
Το Πτώον όρος βρίσκεται βόρεια των λιμών Υλίκη και Παραλίμνη, στη Βοιωτία. Κατά τον Παυσανία, η ονομασία προέρχεται από τον ήρωα Πτώο, γιο του βασιλιά του Ορχομενού Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Μία εκδοχή της παράδοσης υποστηρίζει ότι αρχικά εκεί λατρευόταν ο ήρωας Πτώος, του οποίου η λατρεία παραμερίστηκε από τον Απόλλωνα. Οι κάτοικοι, μη λησμονώντας τον ήρωά τους, έδωσαν το προσωνύμιο Πτώος στον θεό Απόλλωνα.
Για την επωνυμία του βοιωτικού όρους και την προσωνυμία του θεού (Πτώος Απόλλων) υπάρχουν κι άλλες εκδοχές. Σύμφωνα με έναν μύθο, ο Απόλλων απέκτησε με τη Ζευξίππη δύο γιους, τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομά του στο όρος και ο δεύτερος στην πόλη του Ακραιφνίου, με την ομώνυμη ακρόπολη. Κατ’ άλλη εκδοχή, η Λητώ έφτασε σ’ αυτό το βουνό για να γεννήσει. Ξαφνικά, της παρουσιάστηκε ένας αγριόχοιρος και φοβήθηκε, δηλαδή, επτοήθη. Συνέχισε την αναζήτησή της στα βόρεια παράλια της λίμνης Κωπαϊδας και έφτασε στην Τεγύρα, όπου τελικά γέννησε τον επονομαζόμενο Τεγυραίο Απόλλωνα.
Το ιερό του Πτώου Απόλλωνος
Ο Παυσανίας στα Βοιωτικά αναφέρεται στο ιερό του θεού:
ἐντεῦθεν ἐς Ἀκραίφνιόν ἐστιν ὁδὸς τὰ πλείω πεδιάς. εἶναι δὲ ἐξ ἀρχῆς τε μοῖραν τῆς Θηβαί̈δος τὴν πόλιν φασὶ καὶ ὕστερον διαπεσόντας Θηβαίων ἐς αὐτὴν ἄνδρας εὕρισκον, ἡνίκα Ἀλέξανδρος ἐποίει τὰς Θήβας ἀναστάτους: ὑπὸ δὲ ἀσθενείας καὶ γήρως οὐδὲ ἐς τὴν Ἀττικὴν ἀποσωθῆναι δυνηθέντες ἐνταῦθα ᾤκησαν. κεῖται μὲν τὸ πόλισμα ἐν ὄρει τῷ Πτώῳ, θέας δὲ ἄξια ἐνταῦθα Διονύσου ναός ἐστι καὶ ἄγαλμα. προελθόντι δὲ ἀπὸ τῆς πόλεως ἐν δεξιᾷ πέντε καὶ δέκα σταδίους τοῦ Ἀπόλλωνός ἐστι τοῦ Πτώου τὸ ἱερόν.
Παυσανίας, Βοιωτικά (23.5)
Οι αρχαιολόγοι πιθανολογούν ότι κατά την αρχαϊκή εποχή, ο ναός αυτός ήταν ξύλινος, με επένδυση από πηλό στις εκτεθειμένες στα καιρικά φαινόμενα πλευρές, δηλαδή στη βόρεια, τη νότια και τη δυτική. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. οι τοίχοι του κτίστηκαν με πωρόλιθο, όπως και το δάπεδο. Ήταν δωρικού ρυθμού και περιβάλλονταν από κιονοστοιχίες σε όλες τις πλευρές. Ο ναός είχε γλυπτικό διάκοσμο στη ζωφόρο και τα αετώματα, ενώ διέθετε χρώμα στα γείσα και υδρορροή. Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι τα πώρινα θεμέλια και μικρό τμήμα από την εσωτερική πώρινη πλακόστρωση του ναού έφεραν στο φως οι ανασκαφές από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Σχετικά με τις διαστάσεις του ναού, οι απόψεις διίστανται. Ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδο εκτιμά τις διαστάσεις 24,72 Χ 11,65 μέτρα. Από την άλλη πλευρά, ο ιστορικός και αρχαιολόγος Maurice Holleaux υποστηρίζει πως ήταν 23,33 Χ 11,80 μέτρα. Μικρή η απόκλιση, θα μπει κανείς, ωστόσο οφείλω να αναφέρω αυτή τη διαφωνία για να είμαστε ακριβείς.
Το ιερό του Πτώου Απόλλωνος είχε πανελλήνια αίγλη, καθώς αφιέρωναν σ’ αυτόν αγάλματα ακόμη και Αθηναίοι πολιτικοί άνδρες. Ωστόσο, σημειώθηκε μία διακοπή της λειτουργίας του για 25 χρόνια περίπου, από το 335 έως το 310 π.Χ. και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Μακεδόνες μαζί με τη Θήβα κατέστρεψαν και τον ναό του Απόλλωνα. Ο ναός ανακαινίστηκε από τον Κάσσανδρο, όταν ξανάκτισε τις κατεστραμμένες Θήβες. Οι κούροι, οι τρίποδες και οι επιγραφές από λευκό και γαλάζιο μάρμαρο που βρήκαν οι Γάλλοι αρχαιολόγοι, εκτίθενται στα μουσεία των Θηβών και των Αθηνών.
Ο χώρος του ιερού ήταν ανεπτυγμένος σε τρία επίπεδα. Στα ανατολικά του υπήρχε ναός της Αθηνάς Προναίας, διαστάσεων 4,30 Χ 6,70 μέτρων, ως αντίγραφο υπό κλίματα εκείνου της Προναίας των Δελφών. Το ιερό και το μαντείο του Πτώου Απόλλωνος προστατευόταν με απόφαση της Δελφικής Αμφικτιονίας, όπως ακριβώς και το Δελφικό.
Το μαντείο του Πτώου Απόλλωνος
Μαζί με το ιερό του θεού, λειτουργούσε και μαντείο, το οποίο κατά την τοπική παράδοση, θεμελίωσε ο ίδιος ο θεός Απόλλων. Ήταν φημισμένο ως “αψευδές”, καθώς ποτέ δεν είχε δώσει λανθασμένο χρησμό, και ως “πολύφωνον”, επειδή χρησμοδοτούσε ακόμα και στη γλώσσα των βαρβάρων.
Μας παραδίδει ο Παυσανίας, συνεχίζοντας από τον στίχο που αναφέραμε πιο πάνω:
εἶναι δὲ Ἀθάμαντος καὶ Θεμιστοῦς παῖδα τὸν Πτῶον, ἀφ’ οὗ τῷ τε Ἀπόλλωνι ἐπίκλησις καὶ τῷ ὄρει τὸ ὄνομα ἐγένετο, Ἄσιος ἐν τοῖς ἔπεσιν εἴρηκε. πρὸ δὲ τῆς Ἀλεξάνδρου καὶ Μακεδόνων ἐπιστρατείας καὶ ὀλέθρου τοῦ Θηβαίων μαντεῖον ἦν αὐτόθι ἀψευδές: καί ποτε ἄνδρα Εὐρωπέα–ὄνομα δέ οἱ εἶναι Μῦν–, τοῦτον ἀποσταλέντα ὑπὸ Μαρδονίου τὸν Μῦν ἐπερέσθαι τε φωνῇ τῇ σφετέρᾳ καί οἱ χρῆσαι τὸν θεόν, οὐχ ἑλληνίσαντα οὐδὲ αὐτόν, διαλέκτῳ τῇ Καρικῇ.
Παυσανίας, Βοιωτικά (23.6)
Το μαντείο διέθετε μία ιερή πηγή, ένα “μαντικό σπήλαιο” και συνδεόταν επίσης με τον ναό του θεού. Το σπήλαιο ήταν μία θολωτή κατασκευή, βάθους 5-6 μέτρων, ώστε να μην γίνεται ορατή η προφητική τελετουργία. Ουσιαστικά, το σπήλαιο αναπλήρωνε το άδυτο που δεν διέθετε ο ναός. Ο προφήτης και ο μάντης “εμαντεύονταν” μέσα στο προφητικό σπήλαιο πίνοντας, με απόκρυφη μυσταγωγική τελετουργία, νερό από το μαντικό νερό της πηγής που αναφέραμε.
Η διαδικασία της χρησμοδοσίας ακολουθούσε το τυπικό και των άλλων μαντείων. Όσοι επιθυμούσαν να λάβουν χρησμό ή ακόμα και συμβουλή από το θεό, έπρεπε να καθαρθούν σωματικά και ψυχικά. Τα χρησμοδοτικά λόγια τα ερμήνευαν οι ιερείς και παρέδιδαν το χρησμό σε πινακίδα.
Το μαντείο λειτουργούσε και κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Ωστόσο, με την ολοκληρωτική υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους, αρχίζει να κάμπτεται η λειτουργία των μαντείων. Το μαντείο του Πτώου Απόλλωνος σίγησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα και μαζί μ’ αυτό διακόπηκαν και τα Πτώια, οι αγώνες που τελούνταν εκεί κάθε πέντε χρόνια.
Στο βίντεο που ακολουθεί μπορείτε να δείτε τα ερείπια του ναού σήμερα. Θα διακρίνετε από ψηλά 7 διαμερίσματα. Πρόκειται για τα χωρίσματα της δεξαμενής νερού, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους, εσωτερικά ήταν επιχρισμένα με ειδικό κονίαμα και η εξωτερική ισοδομική τους τοιχοδομία ήταν καλή. Συνεχίζοντας προς την κατωφέρεια, βρίσκονταν τα λουτρά.